Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βερεσέ"
Αποτελέσματα 65-84 από 97
-
Πού πίνει βερεσέ, δυό φορές μεθιά
(1876) -
Σήμερα πισίνι κι' αύριο βερεσέ
(1963)Πισίνι = τοις μετρητοίς. Λέγεται, όταν διαρκώς αναβάλλεται κάτι, πού, ενώ πρέπει καί θέλεις νά τό κάμης, τό απωθής -
Σούρπ τσαί βερεσέ τάφερε!
(1943) -
Τα βγαλι σούλφ κι βιρισέ
(1911) -
Τα βερεσέδια δυό φορές πληρώνονται
(1938)Τό λέν όταν ο έμπορος γράφει πιό πολύ από όσο χρωστεί ο πελάτης -
Τα βερεσέδια τα γράφουνε πίσ' από τσί πόρτες
(1952)Στα χωριά γράφουνε πραγματικά οι μπακάληδες πίσ' από τήν πόρτα τους μέ κιμωλία τά βερεσέδια. Η παροιμία σημαίνει πώς ο δανειστής δέν ξεχνάει τί του χρωστάνε -
Τά 'βγαλ' σούλφ κί βερεσέ
(1953)Πρός ικανόν διαχειριστών, όταν αποδίδη λογαριασμόν χωρίς περίσσευμα -
Τά 'φερε σούλφ' καί βερεσιά!
(1941)Επί τών κατασπαταλούντων τά κληρονομηθέντα ή δανεισθέντα χρήματα -
Τά 'φερε σούλφι καί βερεσέ
(1889)Ερμηνεία: επί των δαπανούντων ασκέπτως τήν περιουσίαν των καί επί τών ασωτευούντων αυτήν -
Τά ΄καμαν (τά 'φεραν) σούλφι καί βερεσέ
(1892)Σούλχ (αραβ) = συμβιβασμός. Βιρεσιγιέ (τούρκ.) = επί πιστώσει. Επί των καταβροχθιζόντων τά αλλότρια -
Τά ίφιρι σούλφ' βιριchέ
(1915) -
Τά πουδουπάνια βιρισέ κί τά τσιρβούλια ξένα
Λέγεται για ανθρώπους πού δέν έχουν τίποτα δικό τους καί όλο μέ δάνεια περνούν. Το ίδιο: Με ξένα κόλβα μνημονεύισαι (Π.Π.) -
Το βερεσέ κρασί δύο φορές μεθεί
(1930) -
Τό βερεσέ δυό φορές μεθάει
(1889)