Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 68-87 από 132
-
Ξυπόλητη σ' εκάτεχα κ' επάθιες τα χαλίκια, κ' εδά που καλυκόθηκες ζητάς και σκουλαρίκια
(1893)Εν λεξιλ. σελ. 155, Καλύκωμα=υπόδεσις, παπούτσωμα -
Ο μακρύς, ξεροκαλάμης, κ' η μακριά, ξυλοκαντάρα
(1893)Εν λεξιολ. σελ. 170: Ξυλοκαντάρα = είδος ξυλίνου στατήρος εκ δοκών, επί του οποίου ζυγίζουν τα μεγάλα βάρη -
Ο παντρεμένος καθ' αργά θέτει με την κοκόνα, κι' απάντρευτος 'σαν γάιδαρος θέτει 'ς τον αχεριώνα
(1893)Εν λεξιλ. σελ. 158: Κοκκώνα = Κυρία, κυρά σύζυγος κλπ -
Ο τροζός γάμος κάνει και τροζά παιδιά
(1893)Εν λεξιλ., σελ. 179, τροζός = ανόητος, μωρός, ασύνετος -
Όποιος κοπελλομάθη δεν γεροντοξεχνά
(1893) -
Όποιος κρυφά παντρεύγεται, φανερά πομπεύγεται
(1893)Εν λεξιλ. σελ. 173: Πομπεύγεται εκ του Πομπή = Χλευάζεται