Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γούννα"
Αποτελέσματα 29-48 από 68
-
Μανίκιν της γούννας μου 'σαι;
(1876) -
Να πας μ' έναν αφεdικό που να μη φορή ούννα, ιά να βάλης κι' εσ' αbά.Άμα bάς μ' έναν αφεdικό και φόρ' αbά, είdα να βάλης εσύ;
(1963)Αbά=ρούχο ευτελές, χοντροφτιαγμένο. Δηλαδή πρέπει να εργάζεσαι κοντά σε πλούσιο για να αμοίβεσαι ικανοποιητικά. -
Ορίστε, γούνα, ορίστε
(1909) -
Σαν να τον έχω τς γούνας μ' μανίκ'
Ως να είχα αυτόν οικείον ή φίλον, ως να ενδιαφέρομαι περί αυτόν. -
Σώχω ράμματα για τη γούνα
(1953) -
Την γούνναν θα μου βάλη
(1876)