• Ηζάρωσα σαν τσακάς 

    Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1885)
    Ερμηνεία: (υπό του ψύχους) κυρτούμαι, βαδίζω κλίνων προς τα εμπρός. Σημείωση: τσακάδες λέγονται τα μικρά εκείνα μαχαίρια, ων η λεπίς είναι προσαρμοσμένη διά γιγγλύφου ως την λαβίδα και καμπτομένη εισέρχεται εντός αύλακος
  • Ηζάρωσα σαν τσακάς αφ' το κρύο 

    Πουλάκης, Δημήτριος Γ. (1885)