Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βαφτίζω"
Αποτελέσματα 68-77 από 77
-
Λωλός παπάς τε βάφτ'σσε
(1943) -
Σου λένε να στεφανώσης; Κάτσε (γιατί έχει έξοδα), Σου λένε να βαφτίσεις; Σήκω γιατ' είν ανάγκη, καλό
(1956)Απο την Ιωάννα Ραφτοπούλου – Ζήκα, ετών 55 -
Στεφάνωνε κι' αμπάρωνε και βάφτιζε και φεύγα
(1889)Ερμηνεία: Επί των σ' κονομιούντων τα πράγματα κατά τας περιστάσεις