Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη"
-
Έβαλ' ο διάβολος, τη νουρά τ'
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Ερμηνεία: Μπερδεύτηκαν τα πράγματα, ήλθαν δυσκολίες -
Έβαλε κ' η κοσκινού τον άντρα της, με τους πραματευτάδες
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Όταν ένας έβαζε τον εαυτό του σε ανώτερη θέση απ' ό,τι του ταίριαζε -
Έβαλε σιδερένια παπουτσια
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Ερμηνεία: Κόπιασε πάρα πολύ για να το επιτύχη -
Έβαλε το κεφάλι του, στον τουρβά
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Από κει που ήτο ήσυχος, έχει τώρα τρεχάματα και στεναχώρια -
Έβαλε το νερό στ' αυλάκι
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Βόλεψε τις δουλειές του και πηγαίνουν καλά -
Έβαλε τον τρελλό, να βγάλη το φίδι από την τρύπα
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Όταν ένας επωφελείται της καλωσύνης και της αφελείας του άλλου για να τον μεταχειρισθή, και επιτύχη εκείνο που αυτός θέλει -
Έδωκα το αίμα της καρδιάς μου
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Κόπιασα πολύ γ' αυτόν, έκαμα μεγάλες θυσίες προς χάριν του -
Έκαμαν την κατσιβέλα βασίλισσα, και κείνη γύρευε ένα κομμάτι ψωμί
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Το φυσικό δεν αλλάζει -
Έκαμε τ' ανάστα ο Θεός. Τ' άκαμε άνου κάτου
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956) -
Έκαμέ τον ένα φέσι, έλειπ' η κορφή κι' ο γύρος καί τά δυό πλευρά καί η μέση
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Για ένα πράγμα ακάμωτο, που το παρουσιάζουν ως τελειωμένο