Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Βαγιακάκος, Δικαίος Β."
-
Είναι κι' αλλού πορτοκαλλιές και κάνουν πορτοκάλλια
Βαγιακάκος, Δικαίος Β. (1960)Δηλ. Μπορεί ν' αναζητήση κι αλλού κανείς αγάπη ή βοήθεια. Λέγεται και σαν πεισματικό -
Εκαμώθη(κε) η προκομμένη, το Σαββάτο που σημαίνει (η καμπάνα)
Βαγιακάκος, Δικαίος Β. (1959)Σε παίρνει η όρεξη για δουλειά, όταν δεν πρέπει, ή ο τεμπέλης δείχνει την εργατικότητα του όταν πρόκειται να τον σταματήσουν από τη δουλειά -
Εσύ όπως θέεις τα κιόλας τ' αυτιά σα dο λαϊνά
Βαγιακάκος, Δικαίος Β. (1938)Περί εκείνων οι οποίοι πράττουν πάντοτε κατά το συμφέρον των -
Η γριά το μεσοχείμωνο πεπόνι αναθυμήθη
Βαγιακάκος, Δικαίος Β. (1938)Ερμηνεία: Επί των σκεπτόμενων περί ενός γεγονότος μετά την εκτέλεσιν του -
Η γριά το μισοχείμωνο πεπόνι αναθυμήθη
Βαγιακάκος, Δικαίος Β. (1938) -
Η κοπρεά κάνει αθρωπέα
Βαγιακάκος, Δικαίος Β. (1938)Όπου δηλαδή ριφθή κοπρέα το μέρος θα γίνη αρκετά εύφορον -
Θεει κι ο νιος το χάδι του κι ο γέρος τη dιμή του
Βαγιακάκος, Δικαίος Β. (1938) -
Κίνησε ο Οβριός και βρέθη Σαββάτο
Βαγιακάκος, Δικαίος Β. (1959)Αποφασίζεις μια δουλειά να κάμεις, να η τύχη σε χτυπάει -
Ξηχά σα d' αρδύκι
Βαγιακάκος, Δικαίος Β.Ήτοι θορυβεί όπως το ορτύκι, όταν αποτόμως εγκαταλείπη θορυβώδης την φωλεάν του και πετά μακράν -
Ο Γυαλιστής γυαλίζει κι Άγουστος τα καθαρίζει
Βαγιακάκος, Δικαίος Β. (1938)