Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ."
-
Γέρο βορριά αρμένιζε και νότο παλληκάρι
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)Το λένε γιατί ο βορριάς παίρνει με μεγάλη δύναμι στην αρχή και όσο πάει στρώνει και μαλακώνει -
Γέρο λωλόν είδες από τη νεότη του το 'χει
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962) -
Γελά καλλίτερα τζίνος πυ γελά τελευταίος
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.; Λοϊζίδης, Σοφοκλής (1960)Συλλ. μαθητής Λοϊζίδης Σοφοκλής, εκ Μουτουλλά, Ε. Γ. Π., τάξις Δ, (κλασσικόν) -
Για να κάμης μια σαμαραροστρωςη πρέπει να 'χης κάργα (πλήρη) νου και κόντρα γνώσι
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)Σαμαραροστρωςη = το σάγμα του όνου -
Δανείσου, καλοπλέρωσε και στρέψε πάλι πίσω
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958) -
Δε dο 'χω που γυρνώ μόνο που μαθαίνω
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)Όσον περνα η ηλικία μαθαίνει κανείς -
Δεν είναι λέει που σκοντάφτεις μόνο σου λένε και τύφλα
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)Όταν σ' ένα που έπαθε ένα κακό, τόνε πικραίνουν πιο πολύ -
Δυο λόγια είν' του μπογιατζή φέρ' τα λεφτά, παρ' το βρατσί
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)Βρατσί = βρακί -
Έκαμε η νύφη το καπότο του γυιού μου
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)Καπότο = το επανωφόρι, το καπότο θέλει πολλή δουλειά να γίνει κ' η πεθερά το 'λεγε περιπαικτικώς, ότι δήθεν έκανε βαργειά δουλειά η νύφη της και απέβαλε -
Έμπα κ' έβγα, κυρά νύφη, και δικός σου είναι γάμος
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)Σ' αυτούς που πάνε κ' έρχονται χωρίς να ησυχάζουν, ο αεικίνητος -
Ένα χρόνο δουλειά και κάτω από τή αμασκάλη σου να τα φοράς
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)Δηλαδή να μήν έχης μεγάλο κέρδος. Ιωάννης Κούσης, Πρόεδρος Κοινότητος -
Ένας γάδαρος με μεγάλα μεγάλα αυτιά το παχνί δεν τ' άρεσε κ' ήθελε αρχοdιά
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)Γι' αυτούς που είναι καλά στη δουλειά των και γυρεύουν καλύτερη -
Ένας πελλός ρύφκοι μια πέτρα μέσα στο λάκκο πάσει τσαι εκατό φραίνιμοι να την φκάλουν τσαι εν ημπορούν
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)Τι σημαίνει η παροιμία: Κάποιος πελλός κάμη ένα λάθος πάσει εκατό φαίνιμοι να το διωρθώσουν με δε το κατορθώνουν -
Έσμιξε ο Θιός την ώρα την κασσίδα με την ψώρα
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)Κάτι ανόητοι που συμφωνούνε -
Έστησε πρωΐ ζωνάρι λάμνε παίδκιο στο ζευκάρι, έστησε ζωνάρι δείλυς γύρευκε τζαι εσούνη σπίτι
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.; Μπάτα, Δήμητρα (1960)Συλλ. μαθήτριας Μπάτα Δήμητρα, τάξις Β 2, Ελλην. Γυμνασ. Πεδουλά -
Έχει ήλιο που δε dου τόνε βγάνει ούτε η Λαηνού
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)Λέγεται για τους ελαφρόμυαλους και τους φαντασμένους στα μυαλά τους, τους ψευτοεγωϊστάς. Η Λαηνού ήτανε μια γριά που εγήτευε τον ήλιο (ηλίασιν). Η Λαηνού αυτή εζούσε στο Τριοβασάλο προ 70 ετών. -
Έχεις γρόσα, έχεις γλώσσα
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962) -
Έχης γείτον έσσης Θεόν
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.; Πίλαττα, Ευαγγελία (1960)Συλλ. μαθήτριας Πίλαττα Ευαγγελίας, Α τάξις, Ελλ. Γυμν. Πεδουλά -
Εβγήκε το ροδάκινο αρχίσα τα νυχτέρια
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)Λέγεται επειδή το Αύγουστο που ωριμάζουν τα ροδάκινα αρχίζει ο χειμώνας και οι γυναίκες πλιά εργάζονται τη νύχτα στις δουλειές να γνέσουν και να πλέξουν