Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βιάζομαι"
Αποτελέσματα 7-26 από 112
-
Βιάζεσαι, θά σκοντάψεις
(1965) -
Βιάζεται σάν τήσ σήρασ στό κρεββάτιν
(1940) -
Μη βιάζεσαι γιατί θα γηράσης
(1962) -
Μή βιάζεσαι, γιά θά γεράσης γλήγορα!
(1956) -
Όγοιος βιάζεται σκουνταύει
(1916) -
Όγοιος βιάζεται, σκουντάφνει
(1876) -
Όγοιος βιδιάζεται σκοντάφτει
(1956) -
Όπκοιος ιδκιάζεται κάμνει τά παιδκιά του στραβά
(1940)Η μεγάλη βία συνεπάγουσα κακήν εκτέλεσιν, είναι αφορμή αποτυχίας -
Όπκοιος ιδκιάζεται κουτσουφλά
(1940)Ο βιαζόμενος, προσηλωμένος εις τάς υποθέσεις του δύναται, τανύνων τό βήμα να σκοντάψη -
Όπκοιος ιδκιάζεται νά σέση μονομιάς σέζει δκυό φορές
(1940)Ο βιαζόμενος δέν αποτελειώνει ό,τι ανέλαβε ή τό τελειώνει ελαττωματικώς -
Όπκοιος ιδκιάζεται, μεινίσκει μεσόστρατα
(1940)Ο βιαζόμενος δύναται να κτυπήση, να λησμονήση κάτι τό απαραίτητον, καί να αργοπορήση. Και μεταφορικώς -
Όποιος βγιάζεται σκοντάφτει
(1962)