Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βερεσέ"
Αποτελέσματα 5-24 από 97
-
Βερεσέ πού πίνει δυό φορές μεθεί
(1938) -
Βερεσιάν κρασίν πού πίν' δύο φοράς μεθύ'
(1929)Όποιος πίνει κρασί βερεσέ μεθά δύο φορές, δηλαδή μίαν φοράν όταν πίνη καί δευτέραν όταν πληρώση. Τραπεζούντα: ειρωνικώς επί της στενοχωρίας τού πίνοντος καί ευθυμούντος, όταν πρόκειται νά πληρώση τόν λογαριασμόν -
Βερεσιάν κρασίν πού πίν', δύο φοράς μεθύ' (μίαν όνταν πίν' καί μίαν όνταν θα δί' τά παράδες)
(1886)Μετάφράσθη έκ τής τουρκικής -
Έβκαλέμ με σούφλιν τζαί βερεσιέ
(1940)Επί δοσοληψιών καί λογαριασμών επιτηδείως εξωφλημένων είς τρόπον ώστε ο έχων λαμβάνειν όχι μονάχα δέν βγαίνει ίσα ίσα αλλά καί μέ χρέος -
Έξη μήνες βερεσέ, κι ένα χρόνο μάγκανα
Τό δανείζεσθαι γεννά δυσχέρεια και έριδας περί τήν απότισιν, διά τούτο συνιστάται η απ' αυτού αποχή -
Ές παράδε; ά πείς κρασί. Τζό 'σεις παράδε; βερεσέ κρασί μή πίν. Ά ήμερα 'ά δώσ' τά παράδε δύο φορέδες
(1951)Έχεις παράδες; θα πιείς κρασί. Δέν έχεις παράδες; βερεσέ κρασί μήν πίνεις. Μια μέρα θά δώσεις τούς παράδες δυο φορές. Δηλαδή θα πληρώσεις κι εκείνο που χρωστάς, θα πληρώσεις και κείνο που θα πιείς -
Ζύγιζε καί χάριζε! βερεσέ μή δίνης!
(1910) -
Κρασί βιρισέ μιθάει κανένα δυό φουρές
(1923)Δηλαδή, ευκολώτερα είναι η επί πιστώσει μέθη εις τόν έχοντα το πάθος του μεθύσκεσθαι -
Ο πίνει βερεσέ δυό φορές μεθά
(1906) -
Όγοιος πίνει βερεσέ, δυό βολές μεθά
(1934) -
Όγοιος πιεί βερεσέ δύο βολές μεθά
(1943) -
Όπκοιος πίνει κρασίβ βερεσιέ, μεθκιά δκυό φορές
(1940)Επειδή εις τούς πτωχούς πότας ή απότισις είναι δύσκολος, μεθούσι δίς, όταν πίνουν καί όταν πληρώνουν -
Όποιος 'γοράζει βερεσιέμ πκιερώνει το δκυό φορές
(1940)Πληρώνομεν αυτό δίς εις χρήμα καί εις ηθικήν υποχρέωσιν