Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Τριανταφυλλίδης, Μανώλης"
-
Αγύριστο κεφάλι
Τριανταφυλλίδης, Μανώλης -
Αδάμ παπαδάμ
Τριανταφυλλίδης, ΜανώληςΠαρατυμολογία από το τούρκικο: αναντάμ μπαμπαντάμ=από μάνα κ΄πατέρα -
Αυτά στο μύλο να τα πης
Τριανταφυλλίδης, ΜανώληςΕρμηνεία: Λέγεται προς τινα ψευδολογούντα οφθαλμοφανώς -
Αυτήν το 'χει απολ'σιά
Τριανταφυλλίδης, ΜανώληςΕρμηνεία: Για γυναίκα ελευθεριαζουνον. Σημείωση: απολυστό = η ελευθερίαπου έχει ο τσοπάνος να μπή σε χωράφι, λιβάδι, κλπ, θερισμένο, αμπέλι τρυγημένο -
(Αυτουνού τ' ανθρώπου) ξέρω ούλα τα ριζόδοντα
Τριανταφυλλίδης, ΜανώληςΕρμηνεία: Τον ξέρω κατά βάθος -
Για να σου κάνη τη δουλειά ο άλλος θα πρέπει να του πατάμ' το σαμάρι
Τριανταφυλλίδης, ΜανώληςΕρμηνεία: Εις την αναγκην υπείκων τις εκτελεί των εργασίαν σου -
Δανεικό κι αγύριστο
Τριανταφυλλίδης, ΜανώληςΕρμηνεία : Λέγεται σε κάποιον που αμελεί να γυρίζη ό,τι του δανείζουν -
Δε βάνει αυτί
Τριανταφυλλίδης, ΜανώληςΕρμηνεία: Δεν ακούει “εγώ του ορμηνεύων,μ' αυτός δε βάνει αυτί” -
Δεν πήρα χνέρ' (ή ούτε παίρνει χνέρ')
Τριανταφυλλίδης, ΜανώληςΕρμηνεία: Δεν παίρνει είδηση, δε σε καταλαβαίνει -
Ζη ζωή σκύλινη
Τριανταφυλλίδης, ΜανώληςΕρμηνεία: Για έναν εύπορο που ζη με στερήσεις, για το φτωχό δεν θα το πούν -
Η σάρα και η μάρα κι του κακό συναπάντημα
Τριανταφυλλίδης, ΜανώληςΕρμηνεία: Άνθρωποι κατώτερης κοινωνικής τάξεις όχι πάντα καλοί -
Μ' πήρες τ'ς αναμέλες απ' τ' αφτιά μ'
Τριανταφυλλίδης, ΜανώληςΣημείωση: αναμέλα=το εσωτερικό του αφτιού,που μοιάζει σκουλίκι. Ερμηνεία: Όταν φωνάζει κανείς ή λέει πολλά.