Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "Τάζω"
Αποτελέσματα 92-111 από 252
-
Ο δκιάολος αρώστησεν τζ' ετάκτητζεν ν' αγιάση τζ' άμα έγιανεν εμετανόησεν
(1921)αυτ. σελ. 72 [Ο δ. α. τζ' ετάκτην ν' αγιάνη -] - αυτ. σελ. 106 [ο δ. α τζ' ε να. τζ' οκ τζ' εγίανεν ε.] Επί εκείνων, οι οποίοι αναιρούν τον λόγον των, των υποσχέσεων των, των οποίων έδωκαν. -
Όdε σου τάξουνε τ' αρνάκι, βάστα και το λιταράκι
(1963)Δηλ. Όταν σου προσφέρουν ή σου υποσχεθούν κάτι, να μη χάνης την ευκαιρία, παρά να σπεύδης να το παίρνης. Λιταράκι= σχοινάκι -
Όντε σου τάσσουνε το γουρουνάκι, βάλε το στο σακουλάκι
(1963)η μη αναβολή Όντε= όταν Τάσσουνε= υπόσχονται -
Όπου τάζει και γελά δεν είν άνθρωπος
(1876) -
Όταν θέλης να κάμης οχτρό τάξε του τσαι ελασέ το
(1932)Υποσχόμενος προθύμως αλλά μη εκτελών τα υπεσχημένα δημιουργείς δυσαρεσκείας.