Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ."
-
Εγύρισεν ο γάδαρος να πή το βού χειλάτσο
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)Να πή τον εαυτόν των, αλλά κατηγορούν τους άλλους -
Εγώ 'λεγα της Μοίρας μου να με καλομοιράση κ' εκείνη 'μάζευε κλαδιά να βάλη να με κάψη
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)Παροιμία για τη μοίρα -
Εδώ σε θέλω κάβουρα, να πηδάς στα κάρβουνα
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960) -
Είδε ο στραβός το φως τ' άλλοίθωρου
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.; Μωραϊτου Μαρίνα (1959)Το λέμε όταν θέλω να ιδώ κάτι και δεν το βλέπω κ' ύστερα το βλέπω. -
Είπαν του λωλού να χέση κι' αυτός έκατσε κ' εξεκωλώθη
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)Για 'κείνον που του λέει κανείς κάτι κι' αυτός το παρακάνει, υπερβαίνει τα όρια -
Είπε ο γάδαρος τον πετεινό κεφάλα
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958) -
Είπεν ο γάρος του πετεινού τζιεφαλά
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960) -
Εκύλισεν ο τέντερης κ' ευρήκε το καπάκι
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)Λέγεται για κείνους που ταιριάζουν στις συνήθειές των -
Ελάτε να πααίνωμε πριχού μας βαρεθούνε και πάρουν τα κοντόστελα και μας εκυνηγούνε
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958) -
Ελιά 'πό 'δώ ελιά 'πό 'κεί ελιές κάνουν τό λάδι
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)Σιγά σιγά κατορθώνεται μεγάλη εργασία -
Εσέ, σου πρέπει να κουβαλής νερό με το κόσκινο
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)Άμα συμβή κανείς να 'ναι λασκαρισμένος δηλαδή να μην έχη σωστά τα μυαλά του -
Ευκή γονέων έπαρε και στο βουνό ανέβα
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958) -
Ευκή γονιού αγόραζε και στο βουνό περπάτει
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959) -
Ευκτζήν γονέων έπαιρνεν τζιέ άρκον όρον έβκαινεν
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.; Χατζηχαραλάμπους, Μαρία Ν. (1960) -
Η αρκαριά τη γέννα της πανήγυρι την έχει
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)Την λένε για την γυναίκα που δεν έχει ακόμη γεννήσει -
Η Βαρβάρα βαρβαρώνει ο Άη Σάββας σαβανώνει κι ο Άη Νικόλας σκάβει και χώνει
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)Δάφνη Βλάχου, ετών 60, δημοτ. -
Η γλώσσα είναι το πιο γλυκό φαεί και το πιο πικρό φαεί
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)Ένας εζήτησε γλυκόν κρέας και του έδωσαν γλώσσα, ύστερα πάλι εζήτησε πικρό κρέας και του έδωσαν πάλι γλώσσα. Αυτός εζήτηξε τότε εξήγησε και του εξηγήσανε πως από τη γλώσσα βγαίνουνε όλα τα καλά και τα κακά -
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έσιει τσιε κόκκαλα τσακίζει
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.; Χατζηχαραλάμπους, Μαρία Ν. (1960)Συλλ. μαθήτριας Μαρίας Ν. Χατζηχαραλάμπους, Γ 5, Ελληνικόν Γυμνάσιον Πεδουλά