Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 81-100 από 105
-
Σ σό δώ μ' α δώ μ' α έμαθεν, 'ς σό να 'κ' εδεβγατίστεν
(1931)Σ το δώσε μου δώσε μου έμαθε, 'ς το πάρε δέ συνήθισε. Κρωμ. Επί του πάντοτε ζητούντος, μή δίδοντος δέ ποτέ -
Σ' σον ήλεον ίντσαν κ' έκαμεν ουδέ 'ς ευώραν έφαεν
(1881)Ερμηνεία: Επί των ένεκα ολνηρίας στερουμένων των αναγκαίων. Σημέιωση : Ίντσαν = όστις, Ευώρα = μέρος σκιερόν και ευάρεον -
Σσο δο μα δο μα έμαθεν σσο να κ' εδεβγατίστεν
(1886)Επί ανθρώπου αιτούντος πάντοτε, αλλ' ουδέποτε δίδοντος -
Τα γράμματα σ' φαντάγματα, υιέ μ' τη λύρα σ' παίξον
(1886)Επί πατρός αδιαφορούντος προς την εκπαίδευσιν του υιού του. Τον λόγον τούτον είπε χωρικός τις προς τον υιόν του . Βελλερισμός -
Τα γράμματα σ' φαντάγματα, υιέ μ', τη λύρα σ' παίξον
(1931)Τα γράμματα σου είναι φαντασίες γιέ μου, τη λύρα σου παίξε. Κρωμ. Ματζ. Τραπ. Χαλδ. Ειρωνικώς προς τον αποστρεφόμενον την παιδείαν -
Το βίον είπαν ατο 'πού θα πας; και είπεν' 'ς σο βίον
(1931)Είπαν 'ς τον πλούτο “πού θά πάς;” κ' είπε “'ς τον πλούτο” -
Το δίκλοπον το πουλίν ασ σα δυο ποδάρεα πιάσκεται
(1881)Ερμηνεία: Επί πανούργου ανθρώπου περιπλεκομένου ον δεν δύναται ν' αποφύγη -
Το δίκλοπον το πουλλίν ας σα δυο ποδάρα πιάσκεται
(1931)Το πονηρό πουλλί από τα δυο πόδια πιάνεται -
Το κάστανο άντα εξέβε ας σο κουμούσ' εκλώτσε έφτυσεν α
(1881)Ερμηνεία: Κουμούσ = το ακανθώδης κέλυφος των καστάνων, Εκλώτσι = εστράφη -
Το μωρόν αν κι κλαίει, τσιτσίν' κι δίγ'ν άτο
(1886)Δηλοί ότι δια να τύχη τις ευεργεσίας, πρέπει να αιτήσηται αυτήν -
Το μωρόν ους αν κι κλαίει, τσιτσίν' κι δίγ'ν άτο
(1886)Δηλοί ότι δια να τύχη τις ευεργεσίας, πρέπει να αιτήσηται αυτήν