Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "εβραίος"
Αποτελέσματα 71-90 από 120
-
Όταν Οβραίος μπαντακχιάνει τα παλιά τεφτέρια πιάνει
(1939)Το λέν όταν μεταδιορθώνουν τα παλιά ρούχα. Μπαντακχιάνει = φτωχεύσει -
Όταν υρνούν οι Ιβραίοι απού του θέρου
Θέρους = θερισμός. Σημαίνει το ουδέποτε, διότι οι Εβραίοι ουδέποτε εκτελούν τοιαύτας εργασίας -
Ουβριός σα μουφλουζέψ', παλιά τιφτέργι' ανοίγ'
(1952)Λέγεται εις ενδεικτικόν για τους εμπόρους που όταν ατυχήσουν ευθυμούνται τους οφειλέτας ασημάντων ποσών -
Πέ τον Οβριγιό φάγε πιέ, μα μην κοιμάσαι
Όμοια και με τον Τούρκο. Στις σχέσεις σου να είσαι προφυλακτικός -
Πληρών' σαν ο βριός την κόττα
(1879)