Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βάλλω"
Αποτελέσματα 71-90 από 110
-
Θα σ' του βάλου στου ρ'ζαύτ'
(1923)Δηλαδή θα σε εξαναγκάσω βιαίως. Δηλαδή θα βάλω το πιστόλι ως την ρίζαν του αυτιού σου και θα σε απειλώ, εάν δεν υπακούσης, να πυροβολήσω -
Καλουπάκι θα μου βάλη;
(1876) -
Κόρφος που μπάση, θα βάλη
(1952)Μπαίνη αέρας μέσα σ' έναν κόλπο, θα φυσήση έπειτα κι' αντίθετα, προς τ' ανοιχτά -
(Μ' σ' ή τ') όβαλε στ' αρξαύτι
(1928) -
Όπου δεν έβαλες μην απλώνης!
(1910) -
Σ σό σέριμ μ' ντ έβαλες και τ σόμ πρόσωπό μ ντ άλειφες
(1896)Ερμηνεία: επί του αδίκως αιτούντος τι -
Σαν πέρα δίπλα βάλτι τουν δεν ξέρου τι μη βρίσκει
(1925)Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Υπάρχει συνήθεια τον νεκρόν ιερέα να τον θάπτουν θρονιασμένον δηλ καθήμενον επί θρόνου. Η παπαδιά δεν επιτρέπεται να έλθει εις δεύτερον γάμον τότε. Λοιπόν: ρώτησαν νια βουλιά νια παπαδιά π' ...