Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βαφτίζω"
Αποτελέσματα 8-27 από 77
-
Βάφτισ' με να σου μοιάσω
(1940)Ο Θεός ενεφύσησεν εις τον άνθρωπον ψυχήν. Ο βαπτίζων, μεταδίδει πως την ψυχήν του θεμελιών την πίστιν του βαπτιστικού του, όστις ο΄θτω έχει τα φυσικά του, του ομοιάζει. Το ίδιον συμβαίνει και με τον ιερέα. -
Βαπτίζω και μυρώνω, άρα ζήσει και δε ζήσει
(1956)Για ένα που κάμνει μια δουλειά και δεν ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα -
Βαφτίζω κι μυρώνου – άρα ζήςς κι δεν ζηςς
Για κείνους που με σπουδή και αταξία κι' απρόσεχτα κάνουν τη δουλειά τους. Και για κείνους που κάνουν μιά δουλειά (που άλλοι τους αναθέτουν), χωρίς προθυμία και ζήλο για την επιτυχία της