Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 70-89 από 280
-
Ας σο σιγερόν το ποτάμι να φοβάσαι
(1902) -
Ασ' τ' εγέρασεν η Σάμαμα έβαλεν καγιουράδι
(1940)Από τότε που γέρασε η Σάμαμα έβαλε καγιουράδι (έκανε λούσα, έβαλε κοκκινάδι) -
Αφέντρια ελέϊνεν: όλα τά σεράϊα τά 'μα είναι
(1940)Η αφέντρα (αφέντισα, κυρία) έλεγε: όλα τά παλάτια είναι δικά μου. Για όποιον λέει πώς έχει καί παραέχει καί πώς όλα είναι δικά του. -
Βούδι μου, πουλώ σε, ας κλαίει π' αγοράει σε
(1940)Βώδι μου, σε πουλάω ̇ ας κλάψει αυτός που θα σ' αγοράσει -
Βρέχει, γούνα, και δε σ΄ έχω χιονίζει, γούνα, και δε σ΄ έχω, ας μη σ΄ έχω ποτέ
(1940)Ότι είναι άχρηστο ένα πράμα, μια εκδούλευση που γίνεται, όταν η ανάγκη πέρασε πια -
Γη Μαδιάμ εγέντονε
(1902) -
Γιά έναν Αράπη ολάκερον Αραπία 'κι χαλάσκεται
(1940)Γιά έναν Αράπη δέ χαλιέται ολόκληρη η Αραπιά. Γιά τιποτένια πράματα δέν πρέπει νά γίνεται μεγάλος κόπος -
Γιά έναν ψύλλο καίει έναν απάπλωμα
(1940)Ερμηνεία: Για κείνον που, από τιποτένια αιτία, χαλάει τον κόσμο, χωρίς να προσέχει, για να ιδεί ότι ζημιώνεται κιόλας -
Γούνα, φα κασουκάκι
(1940)Γούνα, φάε κασουκάκι (φαϊ από σιτάρι, λαπάς). Όταν κυτάζουν μερικοί να εκτιμήσουν έναν άνθρωπο από τα καλά ή τα κακά ρούχα που φορεί. Συνοδεύεται από κείμενο. -
Γυμνός κι άτσατσαλος
(1940)Γυμνός και τσίτσιδος. Χαρακτηρισμός για τον πολύ φτωχό ή για το κορίτσι που πάει και παντρεύεται χωρίς προίκα. - Παραλλαγή : Γυμνός και γυμνόκωλος -
Δεμένον πράδι
(1940)Δεμένο πόδι. Για τον εμποδισμένο, που σκλαβώθηκε με κάτι και δε μπορεί να κάνει τίποτ' άλλο για το κορίτσι, που αρραβωνιάστηκε όπως και να' ναι κι ύστερα δε μπορεί να πάρει έναν καλύτερο