Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βαφτίζω"
Αποτελέσματα 66-77 από 77
-
Εώ βαφτίζω και μυρώνω κι' άρα ζήση κι' άρα ψοφήση
(1963)Λέγαται, για δουλειά, που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, άτακτα, χωρίς ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα. Υπάρχει ο ακόλουθος μύθος: “Αλλότες εβαφτίζανε τα παιδιά πριν απο οχτώ μερώ κι' αμαν ήτονε κανένα γρινιάρικκο 'λέανε να το ... -
Λωλός παπάς τε βάφτ'σσε
(1943) -
Σου λένε να στεφανώσης; Κάτσε (γιατί έχει έξοδα), Σου λένε να βαφτίσεις; Σήκω γιατ' είν ανάγκη, καλό
(1956)Απο την Ιωάννα Ραφτοπούλου – Ζήκα, ετών 55 -
Στεφάνωνε κι' αμπάρωνε και βάφτιζε και φεύγα
(1889)Ερμηνεία: Επί των σ' κονομιούντων τα πράγματα κατά τας περιστάσεις