Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βρέχω"
Αποτελέσματα 65-84 από 367
-
Βρέξε κώλο, 'φαε ψάρι
(1915)Πρέπει να εργασθής δια να φας. Όταν ένας δηλαδή έβγαινε από το γιαλό με ψάρια του εγυρεύανε οι χωριανοί που εκαθόντανε στο φρέσκο – και εκείνος τους έλεγε, βρέξε κλπ. -
Βρέξε κώλο, φάγε ψάρι
(1921) -
Βρέξε κώλο, φάει πετάλα
(1956) -
Βρέξε κώλο, φάϊ ψάρι
(1951)