Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "έχω"
Αποτελέσματα 621-640 από 1333
-
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ... -
Λέει – Δεν έχω γρϊά ψωμί. Λέει – Βρέξε μου το στο ζουμί
(1963)Λέγεται, όταν δεν αντιλαμβάνεται κανείς ή δεν πιστεύη ότι μια απαίτησή του δεν μπορεί να ικανοποιηθή και επιμένει και μάλιστα ζητεί κάτι περισσότερο -
Λέω λε, καλά που 'ναι να χης κι όλα
(1876) -
Μάτια δεν έχει δάκρυα ΄πό που θα βγούνε;
(1954)Π.χ. Επί συγγενών μη βοηθούντων τους ιδίους αυτών συγγενείς λόγω αναξιοπαθείας ή οικονομικής δυσχερείας. Λέγεται δηλαδή η παροιμία επί ανικάνων προς βοήθειαν ουχί λόγω δυστρόπου προθέσεως, αλλά δι΄ εξωτερικήν ανάγκην -
Μαρία που τα τσέκκουλα, τζαί τα πλαδκιά μανίτζια. Ας εσ΄ αλεύριν το κουμνίν, τζαί τούτα ας σ΄ελείπαν
(1940)Διά τον πτωχόν δεν είναι πρώτης ανάγκης, η μόδα. Δαπανών δι΄ αυτά θα στερηθεί καλής τροφής -
Μαριού τζουμιά έν είσεν, τζαί χαλουβάμ παζάρευκεν
(1940)Δι΄ όσους, ενώ στερούνται των κυριωτέρων διά την ζωήν, ενδιαφέρονται διά τα περιττά και αδιάφορα