Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 602-621 από 1675
-
Η κορώνα πάντα κι φτειάγει (χέζει) το μαύρον το χαβγιάριν
(1874)Ουκ αεί το μέλαν χαυγιάριον η κορώνη ποιεί -
Η κορώνα πήε σσήν Άσπρη Θάλασσα ν΄ εποίνε άσπρα ωβγά, πάλ μαύρα τσαι πάλ μαύρα
Ο κόρακας πήγε στην άσπρη θάλασσα διά να κάμη άσπρα αυγά πάλι μαύρα και π.μ. Λεξ. Αρχ. -
Η μάννα εν αγέννετος και μίαν γεννισκάται
(1874)Ερμηνεία: Παροιμία δηλούσα το προσφιλές της μητρός -
Η μάννα εν γλυκίν κρασίν έμνοσιον παξιμάντιν που πίνει άτο ξα κι μεθά που τρώγει α κι χορτάζει
(1874)Η μήτηρ γλυκή έστιν οίνος, ηδίς διπυρίτης άρτος ο πίνων ο πίνων αυτού ουδόλως μεθύει, ο τρώγων ου κορέννυται -
Η μύξα τ ας τρέσ'
(1874) -
Η παραπονία πατεί τον νόμον
Ερμηνεία: Ο δεινόν παθών και μη προσήκοντα λέγει και πράττει, ότι συγγνωστέος ο τοιούτος