Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γερνώ"
Αποτελέσματα 7-26 από 177
-
Αντάγ γεράσ' η αλουπού, περιπαίσουν την τζ' οι όρνιθες
(1940)Όταν κανείς απωλέση την δύναμίν του δι 'ής επεβάλετο δεν είναι σεβαστός ούδ' εις αυτούς τους ασθενεστέρους -
Ασ' τ' εγέρασεν η Σάμαμα έβαλεν καγιουράδι
(1940)Από τότε που γέρασε η Σάμαμα έβαλε καγιουράδι (έκανε λούσα, έβαλε κοκκινάδι) -
Αφού 'εράση το δεdρό, ξεράδι δε dου λείπει
(1963)Δηλαδή, όταν γεράσωμε, ποτέ δε μας λείπουν οι αδιαθεσίες -
Γέρασα και δεν ωφελώ, μόνο τα ψωμιά χαλνώ
(1956)Παράπονο γέροντος, που από τα γερατειά δεν προσφέρει τίποτε στους άλλους. -
Γέρασε και δε λέει να γνωστέψ'
(1965) -
Γέρασε και κούτιασε
(1959) -
Γηράσκω αεί διδασκόμενος
(1956)