Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Βαμβακίδης, Ι."
-
Εβγάλλει ο κλέφταν τη φωνή, να φοβηθεί π' έχασε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Βγάνει ο κλέφτης τη φωνή, για να φοβηθεί αυτός που έχασε -
Εγρίβωσε κι επόμεινε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Χαμογέλασε διάπλατα κι απόμεινε. Παρατσατικό του τρόπου, γεμάτο γαλήνη, με τον οποίο ξεψυχούν μερικοί -
Εδίβαμ΄ ως το Βήρι κι είπανε μας γύρει
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Πήγαμε ως το Βήρι- και μας είπανε γύρνα (γυρίστε πίσω) – Για τη δουλειά, την επιχείρηση που προσωρεί κάμποσο, μα δεν τελειώνει -
Εδίβε να κάλεινεν κι έπεσεν κι εκοιμήθε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Πήγε να προσκαλέσει και πλάγιασε και κοιμήθηκε -
Εδώκανε σε πρόσωπον και θέλεις και τ' αστάρι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Σου δώκανε πρόσωπο (μπροστινό μέρος, καλή μεριά) και θέλεις και τή φόδρα. Γιά την πλεονεξία -
Εζήνισκαμε και κι εθώρειναμε, και επέθαναμε και να θωρούμε;
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ζούσαμε και δε βλέπαμε και πεθάναμε και θα ιδούμε; -
Εθέλησες κι επέθανες, τη γη χαράν εδώκες
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Θέλησες και πέθανες, έδωσες στη γη χαρά -
Είδεν το κι είδεν κι έπεσεν κι επέθανε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Είδε κείνο που δεν είδε κι έπεσε και πέθανε -
Είδες άσπρον άλογο; Ουδε άσπρον ουδε μαύρον
Βαμβακίδης, Ι. (1938)Είδες άσπρο άλογο; Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο. Ότι καλύτερα είναι να ησυχάζει κανείς, να μή γνοιάζεται γιά τίποτε και να μήν παθαίνει επομένως και τίποτε -
Εκίνησεν Εβραίον κι ευρέθε Σάββατος
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ξεκίνησε ο Εβραίος και βρέθηκε (να 'ναι) Σάββατο -
Εκύλιεν το κουτί κι ηύρεν το κουτοπούλι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Λκύλισε το κουτί και βρήκε το μικρό κουτί. Ειρώνικά, για το σμίξιμο που κάνουν άνθρωποι χωρίς χαρακτήρα ή με κακό χαρακτήρα -
Εμ΄ ενέμπεσα, εμ΄ εσκοτώθα
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Και έπεσα και σκοτώθηκα. Όταν έρχονται μαζωμένες συμφορές στο κεφάλι του ανθρώπου -
Εξηύραν ατ' οι ζωντανοί κι επόμειναν αποθαμένοι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Το βρήκε ο Καλεμής κι απόμεινε ο Βάρναλης. Για όσους γυρεύουνε κάτι που σαυτούς δεν είν' αναγκαίο, ενώ άλλοι έχουν την ανάγκη του -
Εξηύρεν ατ' ο Καλεμ'ην κι επόμεινεν ο Βάρναλη
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Το βρήκε ο Καλεμής κι απόμεινε ο Βάρναλης. Για όσους γυρεύουνε κάτι που σαυτούς δεν είν' αναγκαίο, ενώ άλλοι έχουν την ανάγκη του. Παραλλαγή: Εξηύραν ατ' οι ζωντανοί κι επόμειναν αποθαμένοι -
Εξηύρες μισοπότινα κι επόμειναν καλόσια
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Κβρήκες μισές μποτες κι απομείνανε γαλότσες -
Επείνασαν οι ποντικοί κι ετάραξαν τ' αλευρερές
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Πείνασαν οι ποντικοί κι ανακατώσανε (ψάξανε) τις αλευρερές -
Ερχόντανεν η λυγερή κι εγόρασε λανάρι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Αρχόντηνε η λυγερή κι αγόρασε λανάρι (εργαλείο όπου ξαίνουν το μαλλί). Για τους φανταγμένους, που πάνε και παίρνουν πράματα άχρηστα, το λανάρι δεν το χρειάζεται κανείς κάθε μέρα – ο φανταγμένος νομίζει ότι αν το 'χει κι ... -
Εύκαιρος και κουφός μανίκια κομπεμένα
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ερμηνεία: Αδειανός και κούφιος, μανίκια τιναγμένα -
Ζαρός κι απόζαρος
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ζαρωμένος κι αποζαρωμένος – Χαρακτηριστικό για τον ασουλούπωτο άνθρωπο, για τον αποτυχημένο