Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη"
-
Θα βάλω τη σκούπα πίσ' απ' την πόρτα να κλαίγη
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Δεν μ' ενδιαφέρει κι αν δυσαρεστηθή -
Θα βάλω τον κόπανο να κλαίγη
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Δεν μ' ενδιαφέρει γι αυτά που μ' είπες, ή και αν δε μου μιλής -
Θα με κόψ' την πινακιά τ'
Σταμούλη – Σαραντή, ΕλπινίκηΤο πιάτο με φαγί. Όταν ένα απειλούσε ότι θα κόψη τις σχέσεις, αν και ο απειλούμενος δεν θα ζημιώνουνταν τίποτε -
Θα με κόψης το νερό από τα πράσσα;
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Δεν είσαι ικανός να με ζημιώσης -
Θα πάρης το μαντήλι;
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Ερμηνεία: Το έλεγαν όταν ένας βιάζουνταν να πάγη και ν' αναγγείλη κάτι, θα πάρης δώρο; -
Θα πεθάνω, με τα μάτια ανοιχτά
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Θα πεθάνω όχι ευχαριστημένος για τους δικούς μου, ξέροντας πως δεν είναι βολεμένοι -
Θα πηδήξω μάννα μ'. Θα σε δγιώ παιδί μ'
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Για τους ανίκανους και καυχησιάρηδες που περιορίζουνταν μόνον στα μεγάλα λόγια -
Θα ρωτήσουν και την αλεπου, πόσα αβγά θα βάλνε στην κότα!
Σταμούλη – Σαραντή, ΕλπινίκηΔεν μπορεί να έχει κανείς γνώμη, σε υπόθεση που έχει αντίθετα συμφέροντα -
Θα σβήσ'νε το καντήλι τ'
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Θα τον καταστρέψουν, θα τον καταν΄τησουν να πεθάνη -
Θα σε βάλ' τ' αβγό στο στόμα
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Μήπως θα δής καλό απ' τη χάρη που τον έκαμες. -
Θα σε γελάσω, να πάρω τη σκούφια σ'
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Όταν λές ένα τι σε κάποιον και αυτός δεν το πιστεύει -
Θα σε δείξω πόσ' απίδια βάζ' ο σάκκος
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1959)Θα σε βάλω στη θέση σου, θα σε διορθώσω -
Θα σε δείξω πόσ' απίδια παίρν' ο σάκκος
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Θα σ' εκδικηθώ γι' αυτό που μ' έκανες -
Θα σε δείξω πόσα ράμματα, έχ' η γούνα σ'
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη (1956)Θα σε εκδικηθώ γι' αυτό που μ' έκανες -
Θα σε στράψω μια, που θα σε πάγη καπνός
Σταμούλη – Σαραντή, Ελπινίκη -
Θα σφίξη την πέτρα να βγάλη ζουμί
Σταμούλη – Σαραντή, ΕλπινίκηΓια άνθρωπο γερό και ανιπρόκοπο, που δεν κάμνει δουλειά αναλογη με την δύναμή του, και είτε γυρεύει βοήθεια είτε καταγίνεται με παραμικρά