Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βερεσέ"
Αποτελέσματα 58-77 από 97
-
Όπχοιος πουλεί βερεσιέ κάμνει τα σόνιν τζαι γαστρίν
(1940)Ο πωλών επί πιστώσει ζημιούται, διότι τό πλείστον τής οφειλής δέν θά τού αποδοθή καί όχι μόνον χάνει τόν πελάτην του αλλά καί μεταβάλλει αυτόν εις εχθρόν -
Όσοι πίνουν βερεσέ δυό φορές μεθούνε
(1912) -
Ότις πίνει βερεσέ κρασί, μεθά δύο φορέδες
(1951)Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, μεθάει δύο φορές. Πόντ. Α. Π. αρ. 304: Βερεσιάν κρασίν πού πίν', δύο φοράς μεθύ' -
Πού πίνει βερεσέ, δυό φορές μεθιά
(1876) -
Σήμερα πισίνι κι' αύριο βερεσέ
(1963)Πισίνι = τοις μετρητοίς. Λέγεται, όταν διαρκώς αναβάλλεται κάτι, πού, ενώ πρέπει καί θέλεις νά τό κάμης, τό απωθής -
Σούρπ τσαί βερεσέ τάφερε!
(1943) -
Τα βγαλι σούλφ κι βιρισέ
(1911) -
Τα βερεσέδια δυό φορές πληρώνονται
(1938)Τό λέν όταν ο έμπορος γράφει πιό πολύ από όσο χρωστεί ο πελάτης -
Τα βερεσέδια τα γράφουνε πίσ' από τσί πόρτες
(1952)Στα χωριά γράφουνε πραγματικά οι μπακάληδες πίσ' από τήν πόρτα τους μέ κιμωλία τά βερεσέδια. Η παροιμία σημαίνει πώς ο δανειστής δέν ξεχνάει τί του χρωστάνε -
Τά 'βγαλ' σούλφ κί βερεσέ
(1953)Πρός ικανόν διαχειριστών, όταν αποδίδη λογαριασμόν χωρίς περίσσευμα -
Τά 'φερε σούλφ' καί βερεσιά!
(1941)Επί τών κατασπαταλούντων τά κληρονομηθέντα ή δανεισθέντα χρήματα -
Τά 'φερε σούλφι καί βερεσέ
(1889)Ερμηνεία: επί των δαπανούντων ασκέπτως τήν περιουσίαν των καί επί τών ασωτευούντων αυτήν