Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βαφτίζω"
Αποτελέσματα 47-66 από 77
-
Βαφτίζω και μυρώνω, θέλει ζήση, θέλ' μη ζήσ'
(1953)Λέγεται όταν τις εκτελή μίαν εργασίαν κατά καθήκον μεν αλλά αδιαφόρως, διότι η εκ του αποτελέσματος αυτή ωφέλεια είναι αμφίβολος -
Βαφτίζω τζαί μυρώνω, για ζήση για πεθάνη
(1940)Επί όσων αναλαμβάνουσι κάτι, αδιαφορούσιν όμως δια τα μέλλοντα να επισυμβώσι -
Βαφτίζω τσαί μερώνω, άρα ζήση τσ' άρα δε ζήση
(1956)Επί των εκτελούντων έργον άνευ ενδιαφέροντος περί του αποτελέσματος -
Δαφτίννου κη μυρόνου άρα ζήση κη μη ζήση
(1941)Λέγεται δια τον απερισκέπτως πράττοντά τι και τελείως αδιαφορούντα δια το συμβησόμενου -
Δαφτίννου κι' μυρώννου άρα ζήση και μη ζήση
Ερμηνεία: Επί των ασκόπως ενεργούντων και αδιαφορούντων δια την έκβασιν της πράξεώ των -
Ετούτο πάει, είν' άλλο να βαφτίσωμε
(1953)Όταν τις καλήται να σώση μίαν κατάστασιν, η οποία δεν θεραπεύεται πλέον, λέγει την άνω φράσιν, οιονεί ειρωνικώς, διότι δεν εκλήθη εγκαίρως -
Ετούτο πάει, είν' άλλο να βαφτίσωμε
(1929)Όταν τις καλήται ν ασώση μίαν κατάστασιν, οποία δεν θεραπεύεται πλέον, λέγει τας άνω φράσεις οιννοεί ειρωνικώς, διότι δεν εκλήθη εγκαίρως -
Εώ βαφτίζω και μυρώνω κι' άρα ζήση κι' άρα ψοφήση
(1963)Λέγαται, για δουλειά, που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, άτακτα, χωρίς ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα. Υπάρχει ο ακόλουθος μύθος: “Αλλότες εβαφτίζανε τα παιδιά πριν απο οχτώ μερώ κι' αμαν ήτονε κανένα γρινιάρικκο 'λέανε να το ...