Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος"
-
Πε τον ταφτί μπαίν' πέ τάλλο βγαίν'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια την έλλειψη προσοχής και σημασίας στα λεγόμενα του άλλου. -
Πέ μιά πέτρα ντουβάρ' δέ γίνται
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΜέ τιποτένια πράματα δέ γίνεται δουλειά, ούτε μέ μικρούς κόπους πετυχαίνεις τά μεγάλα -
Πέ τή βία δουλειά δέ γίνται
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓιά κείνους πού δυστροπούν, και με το στανιό κάνουν τή δουλειά τους -
Πέ τον Οβριγιό φάγε πιέ, μα μην κοιμάσαι
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΌμοια και με τον Τούρκο. Στις σχέσεις σου να είσαι προφυλακτικός -
Πέλ'κε το ζουνάρ' ντου για καυγά
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια τον άνθρωπο που αγαπά να μαλώνει και δίνει επίτηδες αφορμή. Κάποιος που δεν εύρισκε αφορμή, άφηνε το ζουνάρι του να πατούν, για να μαλώνει -
Πέρα βρέχ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΔεν καταλαβαίνει. Για τους απρόσεχτους και τους αδιάφορους και γι' αυτούς που προσποιούνται άγνοια, ωσάν να πρόκειται για πράματα ασήμαντα λ.χ. Για βροχή σε κάπιο τόπο μακρυνό -
Πέρσ' ψόφσι, φέτους βρόμσι
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια μια κακή δουλειά, που τ' αποτελέσματά της βαστουν πολύν καιρό -
Πέρσι περπατουσι, φέτους αρκουδάει
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια κείνους που η δουλειά τους πάει πίσω -
Πέσε πίττα να σί φάγου
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια τους τεμπέληδες, που περιμένουν όλα να γίνουν μοναχα τους, δίχως κόπο ατομικό -
Πέταξ' τον μια μύγα, να σε πετάξ' χίλιες
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια κείνους που σένα δικό σου λόγο ή υπαινιγμό, από αυθάδεια σε πετούν χίλιου -
Πήρε η κάτα το μποτκό να τον μάθει γράμματα, τον έμαθε τον ξέμαθε στόχσε και τον έφαγε
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΤραγουδάκι -
Πήρε η κάτα τον ποτκό να τον μάθει γράμματα, τον έμαθε τον ξέμαθε, στόχ'σε και τον έφαγε
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια κείνους που με την πολλή τους φροντίδα πλιότερο βλάφτουν παρά ωφελούν τον άλλον -
Πήρε πρόσωπο γύρευ' και αστάρ
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια τους αυθάδεις και αδιακρίτους, που τη φιλία και την ευγένεια ζητουν να την εκμεταλλευτουν λογιώ – λογιώ//Λέγεται και : τον δώκαν πρόσωπο -
Πήρε τα βρεμένα τ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΈφυγε ντροπιασμένος, υβρισμένος, εξευτελισμένος και φοβισμένος. Λέγεται “Πήρε τα κατουρμένα τ'” -
Πήρε τον κατήφορο
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΠάει αυτός. Άρχισε να καταστρέφεται ακράτητα, όπως κανείς δεν κρατιέται στον κατήφορο -
Πιάσ' τουν τυφλό, βγάλ' τα μάτια τ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΌταν γίνει ένα κακό αθεράπευτο, ή όταν επιχειρεί κανείς να ζητήσει από αυτόν που δεν έχει -
Πιάσ' τουν τυφλόνα και βγάλ' τα μάτια τ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΔηλαδή μην περιμένεις να πάρεις από αυτόν που δεν έχει, όπως από τον τυφλό τα μάτια του, που τα στερείται -
Πότε α γεράσω να παινιούμ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια τους γέροντες συνήθως διηγούνται επαινετικά τα περασμένα τους