Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος"
-
Πε το κερί σε γυρεύγω
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΣε καταζητώ ψάχνοντας εδώ και κει, όπως τη νύχτα με το κερί -
Πε το παιδί παγίδα μη στήν' ς (ή πιάν'ται στην παγίδα ή σε κλέφ' την παγίδα). Και στο ταξίδ' μαζί τ' μην πιάνεσαι. Σα σπάσ' ταμάξ' ντου κλαίει, σα σπάσ' το δικό σ' γελά
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΣυνοδεύεται από κείμενο... -
Πε το σακκούλ' έρκεται και πε το βελόν' βγαίν'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΤο κακό εύκολα έρχεται, μα δύσκολα φεύγει -
Πε το σιγανό το ποτάμ' να φοβάσαι
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια τους ανθρώπους που υποκρίνονται τον φιλήσυχο και τον ταπεινό, και σε απατουν στην κρίση σου. Χωρίς να σε βάζουν την ανησυχία και την υποψία, σε κάνουν αθόρυβα το κακό -
Πε τον ταφτί μπαίν' πέ τάλλο βγαίν'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια την έλλειψη προσοχής και σημασίας στα λεγόμενα του άλλου. -
Πέ μιά πέτρα ντουβάρ' δέ γίνται
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΜέ τιποτένια πράματα δέ γίνεται δουλειά, ούτε μέ μικρούς κόπους πετυχαίνεις τά μεγάλα -
Πέ τή βία δουλειά δέ γίνται
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓιά κείνους πού δυστροπούν, και με το στανιό κάνουν τή δουλειά τους -
Πέ τον Οβριγιό φάγε πιέ, μα μην κοιμάσαι
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΌμοια και με τον Τούρκο. Στις σχέσεις σου να είσαι προφυλακτικός -
Πέλ'κε το ζουνάρ' ντου για καυγά
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια τον άνθρωπο που αγαπά να μαλώνει και δίνει επίτηδες αφορμή. Κάποιος που δεν εύρισκε αφορμή, άφηνε το ζουνάρι του να πατούν, για να μαλώνει -
Πέρα βρέχ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΔεν καταλαβαίνει. Για τους απρόσεχτους και τους αδιάφορους και γι' αυτούς που προσποιούνται άγνοια, ωσάν να πρόκειται για πράματα ασήμαντα λ.χ. Για βροχή σε κάπιο τόπο μακρυνό -
Πέρσ' ψόφσι, φέτους βρόμσι
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια μια κακή δουλειά, που τ' αποτελέσματά της βαστουν πολύν καιρό -
Πέρσι περπατουσι, φέτους αρκουδάει
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια κείνους που η δουλειά τους πάει πίσω -
Πέσε πίττα να σί φάγου
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια τους τεμπέληδες, που περιμένουν όλα να γίνουν μοναχα τους, δίχως κόπο ατομικό -
Πέταξ' τον μια μύγα, να σε πετάξ' χίλιες
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια κείνους που σένα δικό σου λόγο ή υπαινιγμό, από αυθάδεια σε πετούν χίλιου -
Πήρε η κάτα το μποτκό να τον μάθει γράμματα, τον έμαθε τον ξέμαθε στόχσε και τον έφαγε
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΤραγουδάκι -
Πήρε η κάτα τον ποτκό να τον μάθει γράμματα, τον έμαθε τον ξέμαθε, στόχ'σε και τον έφαγε
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια κείνους που με την πολλή τους φροντίδα πλιότερο βλάφτουν παρά ωφελούν τον άλλον -
Πήρε πρόσωπο γύρευ' και αστάρ
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια τους αυθάδεις και αδιακρίτους, που τη φιλία και την ευγένεια ζητουν να την εκμεταλλευτουν λογιώ – λογιώ//Λέγεται και : τον δώκαν πρόσωπο -
Πήρε τα βρεμένα τ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΈφυγε ντροπιασμένος, υβρισμένος, εξευτελισμένος και φοβισμένος. Λέγεται “Πήρε τα κατουρμένα τ'”