Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γεμίζω"
Αποτελέσματα 41-60 από 203
-
Κουκκί κουκκί γεμίζ' το σακκί
(1889) -
Κουκκί κουκκί γεμίζει το σακκί
(1917)Ερμηνεία: Σταγών επί σταγόνα πίπτουσα λίμνη γίνεται. Οι δέ τούρκοι λέγουσι: νταμιλά νταμιλαά γκιόλ ολούρ, σημαίνει δηλαδή, αν συνάζωμεν ολίγα, αυτά γίνονται πολλά -
Κουκκί το κουκκί γεμίζει το σακκί
(1873) -
Κουκκίν κουκκίν εάν σωρευθή, το μόδιν να γεμίση
Βοημικήν, Πολωνικήν, Ιταλική, Γερμανική, Αγγλική, Ολλανδική, Γαλλική, Ισπανικήν, Πορτογαλλικήν, Σερβικήν -
Κουκκίν το κουκκίν γεμίζει το σακκί
(1876) -
Κουκκίν, κουκκίν, γεμίζει το σακκίν
(1902) -
Κουκκίν, κουκκίν, γομούται το σακκίν
(1911) -
Κουτσίν, κουτσίν γεμώννει το σατσίν
(1940)