Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 385-404 από 754
-
Σ ση σουρβάν π'εκάεν φυσά και το ξύγαλαν
(1931)Ερμηνεία: Όποιος κάηκε 'ς τη σούπα φυσά και το γιαούρτι -
Σ σην ώραν 'κ έβρεχεν, παρ' ώρας εχαλάτζωνεν
(1931)Ερμηνεία : Σ την ώρα δεν έβρεχε, παρά την ώρα χαλάζι έρριχνε. Επί του γινομένου ουχί εις τον πρέποντα καιρόν -
Σ σο γάλαν π'εκάεν εφύσεσεν και 'ς σο ταν'
(1931)Ερμηνεία: Όποιος κάηκε 'ς το γάλα φύσεσε και 'ς το γιαούρτι -
Σ σο ζεστόν π'εκάεν εφύσεσεν και 'ς σο κρύον
(1931)Ερμηνεία: Όποιος κάηκε 'ς το ζεστό φύσησε και το κρύο -
΄Σ σο κιφάλι του φέσι ΄κ΄ έχει και ΄ς τον κώλο του καλούπι υρεύει
(1931)Γυρεύει. Ινεπ. Επί πτωχού επιδεικνυομένου -
Σ σο ξένον τ' άολγον πη καβαλλ'κεύ' ογλήγορα κατηβαίν'
(1931)Όποιος καβαλλικεύει σε ξένο άλογο γλήγορα κατεβαίνει -
Σ σό βόδι απουκά μοσκάρι υρεύει
(1931)Αποκάτω από τό βόδι μοσκάρι γυρεύει. Ινέπολη: επί τού ζητούντος ανύρπακτα -
Σ σό δώ μ' α δώ μ' α έμαθεν, 'ς σό να 'κ' εδεβγατίστεν
(1931)Σ το δώσε μου δώσε μου έμαθε, 'ς το πάρε δέ συνήθισε. Κρωμ. Επί του πάντοτε ζητούντος, μή δίδοντος δέ ποτέ -
Σ σό ζεστόν το νερόν απάν' ζεστόν βάλλ'
(1931)Μέσα 'ς το ζεστό νερό βάζει ζεστό. Χαλδ. Επί του υποθάλποντος έριδας. Παραλλαγή: “- ξύν'” (χύνει)