Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 364-383 από 717
-
Ότις πίνει βερεσέ κρασί, μεθά δύο φορέδες
(1951)Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, μεθάει δύο φορές. Πόντ. Α. Π. αρ. 304: Βερεσιάν κρασίν πού πίν', δύο φοράς μεθύ' -
Ότις τζο ΄υρεύει να κούσει τα κροτάλε, σο μύον τζο πααίνει
(1951)Όποιος δε θέλει ν΄ ακούσει τα κροτάλια, στο μύλο δεν πηγαίνει. Κρόταλε είναι τα βαρδάρια του μύλου, που κάνουν μεγάλο θόρυβο στο άλεσμα -
Οι νομάτοι ζένουν σάμου τρών dα σταφύλε, οι ναίτσες ζένουν σαμού 'θίζουν dα τζίτζιφα.
(1951)Οι άντρες ανάβουν όταν τρώνε τα σταφύλια, οι γυναίκες ανάβουν όταν ανθίζουν τα τζίτζιφα. -
Πάσχα νdα 'κούς τσαί πασχά νdα δείς μό τα 'φτάλμε σου
(1951)Άλλο να τ΄ακους, κι άλλο να τα δεις με τα μάτια σου. -
Παροιμία
(1951)Το βελόνι δε μπορεί να το περάσει από την άλλη μεριά. Για τις κοπέλλες, που δεν ήταν νοικοκυρές -
Παροιμία
(1951) -
Πίθωσε τον κώλο σου, κάτσε στ΄αγκάθια πάνω
(1951)Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα -
Πιρμή 'εννηθεί το μαχτσούμιν, ιμάτι μη τα φτέν'
(1951)Πριν να γεννηθεί το μωρό, πουκάμισο μην του φτιάνεις -
Πιρμή βgεις 'ς τον τσεφο, ρυεύ' να μάθεις μένα γράμματα
(1951)Πριν να βεις από το τσόφλιο, γυρεύεις να μάθεις εμένα γράμματα -
Πιρμή βgεις σ' άβγον bάνου, σαλεύ' τα ποράδε σου
(1951)Πριν ανέβεις απάνου στ' άλογο, κουνας τα ποδάρια σου -
Πιρμή με δώσ' άν οκούτι, θέκνεις άν gοσάς σόν gώ μου
(1951)Πρίν να μού δώσεις μιά συμβουλή, μού βάνεις έναν σπανό (πέος) στον κώλο μου. Κάνεις τάχα πώς με συμβουλεύεις, μά με τορπιλλίζεις και σύ δόλια