Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γέλιο"
Αποτελέσματα 37-56 από 203
-
Είν' άσπρα γέλια και μαύρα γέλια, π' λένι
(1925)Η παροιμία λέγεται από λυπημένον άνθρωπο, ο οποίος μ' όλο το βαθύ πένθος που τον σκεπάζει, άμα ακούση κάποιο αστείο από κανέναν της παρέας, αναγκάζεται να γελάση. Για να δικαιολογήση το γέλιο τον αυτό, λέγει την παραπάνω ... -
Είναι άσπρα γέλια, είναι και μαύρα γέλια
(1941)Επί των βεβιασμένως γελώντων δια ν' αποκρύψουν την θλίψιν των -
Είνε άσπρο, είνε και μαύρο γέλοιο
(1880) -
Εις το στόμαν του πελλού, περισσεύκει το γέλοιον
(1940)Λέγεται δια τους αδιαφορούντας δι ότι εις αυτούς ή τους άλλους συμβαίνει -
Εν του γέλοιου, μα εν τζαί του κλαμμάτου
(1940)Δια πράξεις απερισκέπτους κινούσας την οργήν, αλλά και την θυμηδίαν