Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βαφτίζω"
Αποτελέσματα 37-56 από 77
-
Βαφτίζω και μυρώνω κι αν ζήσ' κι αν δεν ζήσ'
(1922)Επί των εκπληρούντων το εξ επαγγέλματος καθήκον άνευ ζήλου και διαφέροντος -
Βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζής και α δε ζής
(1938)Δηλαδή, όταν ένας τεχνίτης φκιάνει κάτι, χωρίς να προσέχη, και κατόπιν χαλάσει, επί υποπέση, ο τοίχος, που έφκιαξεν -
Βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζήσ' κι μη ζήσ'
Στο διάολο να πάει. Επί των σπονδή λεγόντων και πραττόνταν -
Βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζήση και δεν ζήση
(1886)Σημ. Λέγεται δια τον κατεργαζόμενον τι και αδιαφορούντα, αν κατειργάσθη καλώς -
Βαφτίζω και μυρώνω, θέλει ζήση, θέλ' μη ζήσ'
(1953)Λέγεται όταν τις εκτελή μίαν εργασίαν κατά καθήκον μεν αλλά αδιαφόρως, διότι η εκ του αποτελέσματος αυτή ωφέλεια είναι αμφίβολος -
Βαφτίζω τζαί μυρώνω, για ζήση για πεθάνη
(1940)Επί όσων αναλαμβάνουσι κάτι, αδιαφορούσιν όμως δια τα μέλλοντα να επισυμβώσι -
Βαφτίζω τσαί μερώνω, άρα ζήση τσ' άρα δε ζήση
(1956)Επί των εκτελούντων έργον άνευ ενδιαφέροντος περί του αποτελέσματος -
Δαφτίννου κη μυρόνου άρα ζήση κη μη ζήση
(1941)Λέγεται δια τον απερισκέπτως πράττοντά τι και τελείως αδιαφορούντα δια το συμβησόμενου -
Δαφτίννου κι' μυρώννου άρα ζήση και μη ζήση
Ερμηνεία: Επί των ασκόπως ενεργούντων και αδιαφορούντων δια την έκβασιν της πράξεώ των