Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γυναίκα"
Αποτελέσματα 358-377 από 770
-
Κακέ γυναίκαν έχω λαῒτε κ΄ εγώ (sic)
(1876) -
Καλότυχε την γυναίκα τα φυλάξης ;
(1876) -
Κόψε μιούτημ Μαχμούτη, τζ΄ η γεναίκα σ΄ εν εν τούτη
(1940)Δια τους οικείους φερομένου και τους ανερυθριάστους απαιτητικούς -
Κομμάτιν άνdρας ολάκερη γυναίκα
(1893)Βεβαίως · αφού ο Θεός έπλασε την Εύαν εκ της πλευράς του Αδάμ -
Κομμάτιν άνδρας ολάκερη γυναίκα
(1892) -
Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή χαλαματζάνα
(1958)Ή σαλαματζάνα, η σαλαμαντόνα. Χαλαματζάνα ή σαλαμαντόνα, λέγεται η ασουλούπωτη -
Κρέας στήθος, γυναίκα από σόϊ
(1918)Ήτοι : Αγόρασε κρέας από το μέρος του στήθους, και γυναίκα πάρε εξ ευγενούς οικογενείας. Πιθανότατα η παροιμία προήλθεν εκ της τούρκικης Ετ κόλdάν, καρί σόϊ dάν -
Λαμπρή κάνω χωρίς αρνί, χωρίς γυναίκα δεν κάνω
(1889)Ερμηνεία : Επί των προτιμώντων τ΄ αναγκαιότερα -
Λίγες φορές φαλλάρει ο άνδρας δήντας τήν μυριστή τη γυναίκα του
(1876)Φαλλάρει= απατάται, λαθεύεται