Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γέρος"
Αποτελέσματα 348-367 από 540
-
Ο γέρω γάτος, θέλει τρυφερά ποντίκια
(1876) -
Ο γέρως κι' αν αντρέβγεται κ' το ρίζωμα κοντέβγεται
(1920)Αντέβγεται=κάμνει τον άνδρα, το παλληκάρι, παλληκαρεύεται, Ρίζωμα=ανήφορος, το εναντιόν: Χύτης, Κοντεβγέται=εξασθενώ, καταπίπτω, κουράζομαι -
Ο γέρως κι' ατζοπατή κρυγιόρρεμα τόνε κρατεί
(1920)Ατζοπατώ=ποδοκτυπώ, Κρυγιόριμμα=ρευματισμός, αθρίτης -
Ο γερόγατος τρυφερά ποντίκια κυνηγάει
(1926)Επί ανδρός υπερήλικος, ερωτοτροπούντος με νεαράς γυναίκας -
Ο διάβολος ξέρει πολλά, γιατί είναι γέρος
Βλέπε αυτ. Ομοίας: Σερβικήν, Πολωνικήν, Ιταλικήν, Γερμανικήν, Γαλλικήν -
Ο νιός γερνά κοdά στο 'έρο
(1963)Λέγεται, όταν ένας νέος άνθρωπος συγκατοική με ηλικιωμένους και διίως για συζύγους, που έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας