Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γέρος"
Αποτελέσματα 338-357 από 540
-
Ο γέρος ποπαντεύτηκε και πήρε νια γυναίκα, με τη ματσούκα ήθελε εννιά και μία δέκα
(1952)Νιά=νέα, Ματσούκα (ιταλ.)=χοντρό ραβδί -
Ο γέρος τζ' ας στολίζεται στο έβκα αγρωνίζεται
(1940)Το ανήφορον, επειδή απαιτεί καρδίαν και πνεύμονας υγιείς αποκαλύπτει τον καλώς έχοντα γέροντα, όπως και η εργασία αναδεικνύει τον ικανόν και επιδέξιον -
Ο γέρω γάτος, θέλει τρυφερά ποντίκια
(1876) -
Ο γέρως κι' αν αντρέβγεται κ' το ρίζωμα κοντέβγεται
(1920)Αντέβγεται=κάμνει τον άνδρα, το παλληκάρι, παλληκαρεύεται, Ρίζωμα=ανήφορος, το εναντιόν: Χύτης, Κοντεβγέται=εξασθενώ, καταπίπτω, κουράζομαι -
Ο γέρως κι' ατζοπατή κρυγιόρρεμα τόνε κρατεί
(1920)Ατζοπατώ=ποδοκτυπώ, Κρυγιόριμμα=ρευματισμός, αθρίτης -
Ο γερόγατος τρυφερά ποντίκια κυνηγάει
(1926)Επί ανδρός υπερήλικος, ερωτοτροπούντος με νεαράς γυναίκας