Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Πανάρετος, Άνθιμος"
-
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν θέλει τοβ Βασιληάν να πα να το θερίση τζιαι τηβ Βασίλισσαν δεμάδκια να το δήση τζιαί τοβ Βασιλόπουλον για να το κουαλήση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945)Κουαλήση = μεταφέρη -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τζιαι σέναν το αμάξισ σου, αφέντη, το αξίζει
Πανάρετος, Άνθιμος (1945) -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τότε να δης σίταρους, κρίχαρους τζιαί κουchοφάουκα πον να ςhιλλιομοΐση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945)Κουchοφάουκα, τα = Κουκιά και φακές και γενικά τα όσπρια, shιλλιομοΐση = να κάμη μεγάλην παραγωγήν που να μετριέται σε χιλιάδες μόδια -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τότε να δης σιταροκρί(θ) χαρον ο κόσμος να γιορκήση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945) -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τότε να δης σιταροκρίχαρα πον να ςhυονοκοπήση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945)Σhυονοκοπήση, ςhυονοκοπώ = χύνω, αδειάζω αδιάκοπα, ςhυονώνω = χύνω, αδειάζω -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τότε να δης τ' αμπάρκα γεμωσμένα
Πανάρετος, Άνθιμος (1945)Αμπάριν, το = αποθήκη, σιταποθήκη -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τότε να δης την Μεσαρκάν σιτάριν να γιωρκήση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945) -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τότε να δης την Ορεινήν σιτάριν να γιωρκήση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945) -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τότε να δης τομ Πλάστημ μου ψουμίν πον να γιωρκήση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945)Γιωρκήση = παραγάγη -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν τότε να δης τοσ σίταρον μέσα να λειβα(δ)ΐση να μπη μέσα ο θεριστής τζιαι μέσα να θερίση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945)Λειβαΐση = να παρουσιάση όψη λειβαδιού, να αναπτυχθή πολύ καλά -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης άλλον έναν χαρά σε τζιείνον τογ γεωρκόν ποςhει πολλά σπερμένα
Πανάρετος, Άνθιμος (1945) -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης ούλον έναν αξίζει τζιαι τ' αμάξια σου με τον αμαξηλάτην
Πανάρετος, Άνθιμος (1945) -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης ούλον έναν αξίζει το γρουσάμαξον τζιαί το αμαξοβέρκιν
Πανάρετος, Άνθιμος (1945) -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης ούλον έναν θέλει τοβ Βασιληάν να πα να το θερίση τζιαι τηβ Βασίλισσαν δεμάδκια να το δήση τζιαί τοβ Βασιλόπουλον για να το κουαλήση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945)Κουαλήση = μεταφέρη -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης ούλον έναν τζιαι σέναν το αμάξισ σου, αφέντη, το αξίζει
Πανάρετος, Άνθιμος (1945) -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης ούλον έναν τότε να δης σίταρους, κρίχαρους τζιαι κουchοφάουκα πον να ςhιλλιομοΐση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945)Κουchοφάουκα, τα = Κουκιά και φακές και γενικά τα όσπρια, shιλλιομοΐση = να κάμη μεγάλην παραγωγήν που να μετριέται σε χιλιάδες μόδια -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης ούλον έναν τότε να δης σιταροκρί χαρον ο κόσμος να γιορκήση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945) -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης ούλον έναν τότε να δης σιταροκρίχαρα πον να ςhυονοκοπήση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945)Σhυονοκοπήση, ςhυονοκοπώ = χύνω, αδειάζω αδιάκοπα, ςhυονώνω = χύνω, αδειάζω -
Αβ βρέξη ο Μάρτης δκυό νερά τζι' Απρίλλης ούλον έναν τότε να δης την Ορεινήν σιτάριν να γιωρκήση
Πανάρετος, Άνθιμος (1945)