Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Ήμελλος, Στέφανος Δ."
-
Ας έβγη τ' όνομα του θεριστή κι ας πέση να κοιμάται
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1963) -
Αυτά είναι τα κουμπιά τσ' Αλέξαινας και τα βάσανα τση ρόκας
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960) -
Αυτά είναι των απεθαμένω οι παραγγειλιές
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960) -
Αυτό είναι από το gαιρό του Τούρου Πούρου
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)Ερμηνεία: Επί πράγματος παλαιού, του οποίου αγνοείται η αρχή. Ο Τουρού Πουρού διοικητής εν τη νήσω επί Τουρκοκρατίας -
Αφού ήπηρε τον κώλο dου μαζί dου ήχεσε κ' εκεί την αφωλιά
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960)Το λένε για όσους έχουν ωρισμένα ελαττώματα και δεν μπορούν να τα κόψουν. Δεν κόβονται τα ελαττώματα. Ήτανε μια κουκουβάγια απάνω σ' ένα πύργο. Απέναντι ήτανε άλλος πύργος και καθόντανε μια καντινέλα. Έφυγε η κουκουβάγια ... -
Βαρβάρα βαρβαρώνει Σάββας σαβανώνει Νικόλας παραχώνει
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1961) -
Βλέπε μάννα κ' έπαιρνε παιδί βλέπε γούγια και κόβε παννί
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960) -
Βούρλα μού δώνεις, ψαθί σού πλέκω
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)Αναλόγως της συμπεριφοράς σου πρός εμέ, συμπεριφέρομαι κ' εγώ πρός σε -
Βρ'ηκες κι άγιο ν' ανάψης κερί
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)Δι' άνθρωπον, τον οποίον δεν ημπορείς ευκόλως να ξεγελάσης ή δι' άνθρωπον πονηρόν, ο οποίος όλα τα λογαριάζει σχολαστικώς ή δι' άνθρωπον τσιγκούνην, από τον οποίον δεν ημπορεί να περιμένη κανείς π.χ. ελεημοσύνην ή από ... -
Βρε ΄πίσκοπε του Δαμαλά ούτε νου ούτε μυαλά τα μιρκά δεν ήθελες τα μεγάλα ΄γύρευγες. Γύρνα το χερόμυλο κούνα και το διάολο
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)Μια φορά ήταν ένας ΄πίσκοπος του Δαμαλά (χωρίον) κ΄ επήενε στη θάλασσα να ψαρέψη με τη βάρκα. Όπου ήπιανε μικρά ψάρια κ΄ επειδή δεν ηυρίσκανε μεγάλα επήεν παραμέσα για να ΄βρη μεγάλα. Ύστερα ΄πελάωνε και τον ήπηρενε λοιπό ... -
Γέρο Βοριά αρμένιζε και με Νοθιά φρεσκαδούρα
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959) -
Γέρο βοριά αρμένιζε και νότο παλληκάρι
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1963)Νικόλαος Σταμ. Νικητίδης, ετών 68, του δημοτικού -
Γελά που κλάνει μα δε του πιάνει
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960) -
Γιά 'να κασσιδιομέν' αρνί κασσιδιάζει τό μαντρί
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)Γεωργ. Ματθ. Γκάγκανης, ετώ 82, γεωργός, αγράμμ. -
Γριά κι αν εστολίζουσου 'ς τ' ανήφορο γνωρίζουσου
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960)