Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βρέχω"
Αποτελέσματα 283-302 από 367
-
Όταν βρέχη και χιονίζει τότε βαροχειμωνιάζει
(1938)Το λεν το χειμώνα, όταν αλλάζει απότομα ο καιρός από καλοκαιρία σε κακοκαιρία -
Ότι βρέξει ας κατεβάσει
(1956) -
Ότι βρέξει, ας κατεβάσει
(1951) -
Ότι βρέξη ας κατεβάση
(1876) -
Ότι έβρεχε κατέβασε
(1880) -
Πάει σαν βρεμένη κόττα
(1876) -
Πεdε μέρες βρέχει ο Θιός κι έξε το σκατόσπιτο
(1963)Λέγεται όταν στάξη η στέγη. Σκατόσπιτο = παλιόσπιτο, σπίτι που είναι σαραβαλιασμένο -
Πέντε μέρες κι αν εβρέχη η χολέντα του δεν τρέχει
(1932)Δια κείνους που δεν συγκινούνται από μια υπόθεση όσο και να τους μιλούν