Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 262-281 από 888
-
Αχά ο Λευτέρτς, και πασά λέγω σε και πε ατόν Λευτέρ' !
(1929)Να ο Λευτέρης καί σέ λέγω αφέντη, αν του πης Λευτέρη! -
Αχαριστία 'ς σον Άδ' κράζ και πάει
(1929)Ερμηνεία: Η αχαριστία κράζοντας πηγαίνει 'ς τον Άδη, Χαλδ. Ιδέ 22 -
Αχουλούν ως να ενούνιζεν, ο παλαλόν επάντρεψεν κ' εποϊκεν δέκα χάταλα
(1929)Ώσπου να σκεφθή ο γνωστικός, ο παλαβός παντρεύτηκε κ' έκανε δέκα παιδιά//Δεν πρέπει κανείς να πολυσυλλογίζεται τον γάμον -
Βάλε το καρυδόφυλλο, φάε την εβδομάδα
(1929)Ερμηνεία: Επί της εβδομάδος την Πεντηκοστής, καθ'ην επιτρέπεται η κατάλυσις την Τετάρτην και Παρασκευήν -
Βάλλει ο λύκος τη φωνή να φοβηθή που χάση
(1929)Ερμηνεία: Επί της μεγαλοφώνου διαμαρτυρίας του ενόχου προς εκφοβισμόν του αδικηθέντος -
Βάτραχε, άντρα παίρνεις; -μακάρι, μακάρι! -του κάνεις σαλβάρι; -δε μπορώ, δε μπορώ!
(1929)Επί του ποθούντος τα μεγαλεία, μη έχοντος δε τα προς απόκτησιν μέσα -
Βαθέα ετάλεψεν να βγάλλ' ουλούδα
(1929)Βαθιά χώθηκε για να βγάλη πλατύουρα πρόβατα. Σάντ. Επί του επιχειρούντος έργον υπερβαίνον τας δυνάμεις του -
Βαρέα μη λεγνόντς, τζακούνταν τα μέσα σ
(1929)Προς τον επιδεικνύοντα επιτετηδευμένους τρόπους λεπτότητος και πολιτισμού -
Βασίλ', 'ς σα ξύλα, 'ς σό νερόν, Βασίλ', 'ς σή χαμαιλέτεν
(1929)Βασίλη, 'ς τα ξύλα, 'ς το νερό, Βασίλη, 'ς το μύλο -
Βερεσιάν κρασίν πού πίν' δύο φοράς μεθύ'
(1929)Όποιος πίνει κρασί βερεσέ μεθά δύο φορές, δηλαδή μίαν φοράν όταν πίνη καί δευτέραν όταν πληρώση. Τραπεζούντα: ειρωνικώς επί της στενοχωρίας τού πίνοντος καί ευθυμούντος, όταν πρόκειται νά πληρώση τόν λογαριασμόν -
Βούλγαρος έρθεν κ' εδέβεν και σελαμετλίχ' κ' έδωκεν
(1929)Βούλγαρος ήρθε και πέρασε και χαιρετισμό δεν έδωσε, δηλαδή δεν είπε “καλημέρα” -
Βροθάκα, άντραν παίρτς; - μακάρ' μακάρ'! -Σαρβάλ' ευτάς ατον; -'Κ' εμπορώ, κ' εμπορώ
(1929)Επί του ποθούντος τα μεγαλεία, μη έχοντος δε τα προς απόκτησιν μέσα