Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βρέχω"
Αποτελέσματα 262-281 από 367
-
Ό,τι έβρεξεν, κατέβασεν
(1910) -
Ό,τι έβριξι κατέβασι
(1925)Ερμηνεία: Ότι έγινε έγινε. Πρέπει ανωδύνως να υποσιώμεν τας συνέπειας των γεγονότων -
Όπ' βρέξ' μαυρίζ' κι όπ' χιονίσ' ασπρίζ'
(1941)Δι΄εκείνους που εκαυχούντο ότι ήσαν πλούσιοι, χωρίς να είναι -
Όποιος βρέχει τον κώλο τρώγη ψάρια
(1908) -
Όπχιους δε θέλ' να βρέξ' τα κουλιά τ', ψάρια δεν τρώει
Ερμηνεία: πρέπει να κοπιάσει κανείς για ν' αποκτήσει ό,τι επιθυμεί -
Ότα βρέχη απάνου στον παπά, στάζει κι' απά' στο διάκο
(1952)Ό,τι καλό γίνεται σ' ένα μεγάλο, γίνεται και σ' αυτούς που πάνε μαζί του