Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βαφτίζω"
Αποτελέσματα 27-46 από 77
-
Βαφτίζω και μυρώνω
Η μεταφορά από τον παπά που κάνει τη βάφτιση με τάξη, μα που δε λογαριάζει ούτε ευθύνεται για την τύχη του παιδιού. (Άρα ζήση και μη ζήσει) -
Βαφτίζω και μυρώνω άρα ζήσει, άρα δε ζήσει
(1957)Όταν έδειχτε κανείς παντελή αδιαφορία για τα αποτελέσματα των ενεργειών του -
Βαφτίζω και μυρώνω αρ αν ζήση κι αν δεν ζήση
(1912)Ερμηνεία: Δια τον φροντίζοντα μόνον δια το ατομικκόν του συμφέρον -
Βαφτίζω και μυρώνω θέλ' ζήση θέλ' περθάνη
(1903)Ερμηνεία: Η μεταφορά εκ των ημιθανών παιδιών λέγεται επί των τυπικώς εκτελούντων τι και αδιαφορούντων περί της εκβάσεις του -
Βαφτίζω και μυρώνω θέλει ζήση θέλ' μη ζήση
(1929)Όταν τις εκτελή μίαν εργασίαν κατά καθήκον μεν αλλά αδιαφόρως διότι η εκ του αποτελέσματος αυτής ωφέλεια είναι αμφίβολος -
Βαφτίζω και μυρώνω κι αν ζήσ' κι αν δεν ζήσ'
(1922)Επί των εκπληρούντων το εξ επαγγέλματος καθήκον άνευ ζήλου και διαφέροντος -
Βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζής και α δε ζής
(1938)Δηλαδή, όταν ένας τεχνίτης φκιάνει κάτι, χωρίς να προσέχη, και κατόπιν χαλάσει, επί υποπέση, ο τοίχος, που έφκιαξεν -
Βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζήσ' κι μη ζήσ'
Στο διάολο να πάει. Επί των σπονδή λεγόντων και πραττόνταν -
Βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζήση και δεν ζήση
(1886)Σημ. Λέγεται δια τον κατεργαζόμενον τι και αδιαφορούντα, αν κατειργάσθη καλώς