Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γενιά"
Αποτελέσματα 25-44 από 135
-
Γενιές δεκατέσσερες
Τον πέρασε απο γενές δεκατέσσερες, και δεν του άφησε τίποτε άβριστο=τον εξύβρισε μεγάλως -
Έχει με τον βασιλιά γενιά
(1876) -
Είδ' ο γύφτος τη γενεά του κι' αναγλάρωσ' η καρδιά του
(1895)Αναγλάρωσ'=αναλαμβάνω, αυξάνω, χαίρω -
Είδ' ο γύφτος τη γενιά του κι' αναγάλιασε η καρδιά του
(1957)Για τη χαρά γενικά που νοιώθει κάποιος στο αντίκρυσμα ενός συγγενικού ή πολύ σχετικού προσώπου -
Είδ' ο λύκος τη 'ενιά dου κι' αναγάλλιασ' η καρδιά dου
(1922)Επί τη συναντήσει ομοίων εις τα αισθήματα και τον χαρακτήρα -
Είδ' ο σκύλος τη γενιά του κι' αναγάλλιασ' η καρδιά του
(1938)Ειρωνικώς όταν συναντά τους όμοιους ή συγγενείς