Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 2115-2134 από 3657
-
Μουγκρίζ' η θάλασσα, τζ' εν να βκάλη άνεμον
(1940)Το ταραχώδες ξέσπασμα των κυμάτων ακολουθεί άνεμος η βροχή -
Μπάτε σσύλλοι αλέστε, τζι αλεστικά μεθ δόστε
(1940)Δια όσους αυτοβούλως αποτολμούσι βα καρπωθώσιν κάτι χωρίς δαπάνην -
Μπαίνει, βκαίνει σαν τογ κώλον της όρνιθας
(1940)Δι' όσους είναι ανήσυχοι ως τα παιδιά, που “εν έχουσι κάτσιμον μηδέ παμόν” -
Μπαίνουβ, βκαίνουσ σαράντα μονοστέφανοι
(1940)Δι' όσους έχουσιν ανοιχτό το σπίτι με ελευθέραν είσοδον -
Ν' αφήσουμεν τα ψέμματα, να πούμεμ μια αλήθκειαν ο κάμηλος γεννά ταβκά, τζ' η όρνιθα τα ρίφκια
(1940)Υπό τύπον αστειότητοςεπί δυσπιστίας -
Να βλέπης το κρασί πρίχ χαλάση τζαί σενωστή
(1940)Πρέπει να είμεθα προμηθείς δι΄ όλα και να προλαμβάνωμεν επικείμενον κακόν -
Να θωρής τηγ κρυάδα, τζαί να μοιράζης τα ρούχα
(1940)Κατά τας ανάγκας η τας δυνάμεις τον έκαστος να πειβαρύνεται είτε και να βοηθείται -
Να κατουρήσης του νερού, να σέσης, μεσ' στησ στράταν να κλάσης μεσ' στην εκκλησιάν τα κρίματα ταυράς τα
(1940)Ανάρμοστος και αξιόμεμπτος συμπεριφορά θα έχη κακάς συνέπειας -
Να κλάννης με τογ κώλοσ σου, τζ' οϊ με τογ κώλον του πεθθερού σου
(1940)Να επαιρόμεθα δια τον πλούτον και την δικήν μας αξίαν -
Να κλαίσιν οι σηράτες, αμμά τζ' οι παντρεμένες;
(1940)Οι πτωχοί δικαίως μεμψιμοιρούσι όχι όμως και οι πλουσίοι -
Να λιλλί, δός μου τιτσίν
(1940)Ειρωνικώς δι' όσους αγαθοί και άπειροι αγοράζουσι ό,τι τους δοθή και πληρώνουσι ό,τιτους ζητηθή. Λιλλί, χρήμα, και τιτσίν, κρέας, εύχρηστον είς την γλώσσαν βρεφών -
Να παράδ δός μου κρέας
(1940) -
Να πειναση το περτίτζιν, τζαι να φα τα πίτερα
(1940)Ο πενόμενος τρώγει ό,τι εύρει, ενώ ο πλούσιος έχει αξιώσεις, είναι εκλεκτικός -
Να ππέσ' η μούττη του χαμαί, εν τημ πιάννει
(1940)Ερμηνεία: Επί όσων ακατάδεκτοι αποφεύγουσι να προβλέψωσι χαμηλότερον