Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Ήμελλος, Στέφανος Δ."
-
Αν κάμη ο Μάρτης δυό νερά κι Απρίλης άλλο ένα χαράς στονε τον γεωργό πόχει πολλά σπαρμένα
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1961) -
Αν σε τσιμπήση ο Γιάννης βάλε άτσοχα να γιάνη, αν σε τσιμπήση ο Μάρκος σκάψε το λάκκο σου σαράντα σκαλοπάτια βάθος, κι αν σε τσιμπήση η Μαριά σκάψε ακόμη πιο βαθειά
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1963)Γιάννης = λαφίτης, Μάρκος = τυφλίτης, Μαριά = οχιά -
Ανάλατη την έχουνε
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)Και καλά δηλαδή δεν έχει δύναμι. Το αλάτι το 'χανε τότε πως εψήνουdανε φάρμακο. Το παιδί είναι ψημένο και δε συγκάβγεται. Άμα εσυγκάβγουdανε 'λέανε: ετα, ενdo χει δά καλά αλατισμένο το παιδί η μαμμή και συγκάβγεται -
Ανάλογα το μπόϊ σ' ρίχνεις και το πάπλωμα
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1961) -
Αοόμυιες έχεις μέσ' σό βρακί σου
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)Αοόμυιες = αλογόμυγες. Το λένε άμα δεν ησυχάζει καένας, δεν είναι ήσυχος. Γεώργιος Στ. Μουστάκης, ετών 70, ποιμήν, αγράμμ. -
Αουροφάς ήφαενε, ύαλινοφάς εν ήφαενε
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)Αουροφάς=ο τρώγων άωρα (φρούτα ή ό,τι άλλο), ύαλινοφάς=ο τρώγων γυαλισμένα, γινομένα, ώριμα -
Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1961) -
Από το gαιρό του Τουρού Πουρού
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)Ερμηνεία: Δια πράγματα πολύ παλαιά ή περιστατικά και επεισόδια ακαθορίστου αρχής. Ο Τουρού Πουρού λέγεται ότι υπήρξε διοικητής επί Τουρκοκρατίας εν Νάξω -
Αρωτου gαί το Προκόπη, πότε μοιράζουν τσί κομμοί
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)Είτε συγκεκομμ. Αρωτου gαί το Προκόπη -
Ας έβγη τ' όνομα του θεριστή κι ας πέση να κοιμάται
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1963) -
Αυτά είναι τα κουμπιά τσ' Αλέξαινας και τα βάσανα τση ρόκας
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960) -
Αυτά είναι των απεθαμένω οι παραγγειλιές
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960) -
Αυτό είναι από το gαιρό του Τούρου Πούρου
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)Ερμηνεία: Επί πράγματος παλαιού, του οποίου αγνοείται η αρχή. Ο Τουρού Πουρού διοικητής εν τη νήσω επί Τουρκοκρατίας -
Αφού ήπηρε τον κώλο dου μαζί dου ήχεσε κ' εκεί την αφωλιά
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1960)Το λένε για όσους έχουν ωρισμένα ελαττώματα και δεν μπορούν να τα κόψουν. Δεν κόβονται τα ελαττώματα. Ήτανε μια κουκουβάγια απάνω σ' ένα πύργο. Απέναντι ήτανε άλλος πύργος και καθόντανε μια καντινέλα. Έφυγε η κουκουβάγια ... -
Βαρβάρα βαρβαρώνει Σάββας σαβανώνει Νικόλας παραχώνει
Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1961)