Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 207-226 από 326
-
Όποιος δεν παίρνει από τσι μέρες μου, χίλι' οι χρόνοι του
(1952)Φτάνει να μην κάνη σε μένα κακό, στους άλλους ας κάνη -
Όποιος έχει κόψιμο, βάνει βήσσαλο
(1952)Βήσσαλο (λατινική) = σπασμένο κεραμίδι, που το πυρώνουν και το βάνουν πάνω στο στομάχι -
Όποιος ξαλέθει χαίρεται, κι όπου πιχάει λυπάται
(1952)Ξαλέθω = τελειώνω το άλεσμα, πιχάψ = (επιψέω) ρίχνω το στάρι στην τρύπα της μυλόπετρας -
Όποιος παινιέται μοναχός, και δεν τονε παινούνε, να κάτση να 'ρηνεύεται, γιατί τονε γελούνε
(1952)Ρηνεύομαι = Ειρηνεύομαι, κάθομαι ήσυχος -
Όποιος περιμένει απ' αλλουνού σκουτέλλι, ένει νηστικός
(1952)Σκουτέλλι = βαθύγυρο πιάτο, σα γαβάθα -
Όσα δεν τρώει ο άρρωστος, τα τρώει η αρρώστια
(1952)Δηλαδή, τα έξοδα που γλυτώνει από φαγητό κ.λ.π., τα δίνει στα φάρμακα και στους γιατρούς -
Όσα σου στέρνει ο διάολος, έρκεται και τα παίρνει
(1952)Λένε και διαολομαζώματα, διαολοσκορπίσματα