Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "γενιά"
Αποτελέσματα 21-40 από 135
-
Γενεές δεκατέσσερις
(1876) -
Γενιάν γύρευκε τζ' έννοιαν μεν έσεις
(1920)Σημ. Οι Κύπριοι δίδουν μεγάλην σημασίαν εις την οικογενειακήν υπόληψιν και τιμήν -
Γενιές δεκατέσσερες
Τον πέρασε απο γενές δεκατέσσερες, και δεν του άφησε τίποτε άβριστο=τον εξύβρισε μεγάλως -
Έχει με τον βασιλιά γενιά
(1876) -
Είδ' ο γύφτος τη γενεά του κι' αναγλάρωσ' η καρδιά του
(1895)Αναγλάρωσ'=αναλαμβάνω, αυξάνω, χαίρω -
Είδ' ο γύφτος τη γενιά του κι' αναγάλιασε η καρδιά του
(1957)Για τη χαρά γενικά που νοιώθει κάποιος στο αντίκρυσμα ενός συγγενικού ή πολύ σχετικού προσώπου