Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βιάζομαι"
Αποτελέσματα 21-40 από 112
-
Όπκοιος ιδκιάζεται κάμνει τά παιδκιά του στραβά
(1940)Η μεγάλη βία συνεπάγουσα κακήν εκτέλεσιν, είναι αφορμή αποτυχίας -
Όπκοιος ιδκιάζεται κουτσουφλά
(1940)Ο βιαζόμενος, προσηλωμένος εις τάς υποθέσεις του δύναται, τανύνων τό βήμα να σκοντάψη -
Όπκοιος ιδκιάζεται νά σέση μονομιάς σέζει δκυό φορές
(1940)Ο βιαζόμενος δέν αποτελειώνει ό,τι ανέλαβε ή τό τελειώνει ελαττωματικώς -
Όπκοιος ιδκιάζεται, μεινίσκει μεσόστρατα
(1940)Ο βιαζόμενος δύναται να κτυπήση, να λησμονήση κάτι τό απαραίτητον, καί να αργοπορήση. Και μεταφορικώς -
Όποιος βγιάζεται σκοντάφτει
(1962) -
Όποιος βγιάζεται σκουντάβγει
(1917) -
Όποιος βγιάζεται, ξβμένει
(1938)Όταν η εργασία γίνεται μέ βία δέν θά γίνη καλή καί θα αναγκαστούμε νά τήν επαναλάβουμε, καί θα αργήσωμε -
Όποιος βιάζεται 'ξωμένει
(1917)Λέγεται επί εκείνων οίτινες επειδή βιάζονται να πράξωσί τι δέν πράττουσι τούτο καλώς -
Όποιος βιάζεται αργεί να πάη
(1876) -
Όποιος βιάζεται γεράει γλήγορα
(1910) -
Όποιος βιάζεται γεράζει γλήγορα
(1876) -
Όποιος βιάζεται γηράζει γλήγορα
(1908) -
Όποιος βιάζεται μένει καταστρατής
(1959) -
Όποιος βιάζεται ξομένει
(1969) -
Όποιος βιάζεται ξωμένει
(1902)