Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βαφτίζω"
Αποτελέσματα 21-40 από 77
-
Βαφτίζω κι μυρώνου – άρα ζήςς κι δεν ζηςς
Για κείνους που με σπουδή και αταξία κι' απρόσεχτα κάνουν τη δουλειά τους. Και για κείνους που κάνουν μιά δουλειά (που άλλοι τους αναθέτουν), χωρίς προθυμία και ζήλο για την επιτυχία της -
Βαφτίζω και μυρώνω
Η μεταφορά από τον παπά που κάνει τη βάφτιση με τάξη, μα που δε λογαριάζει ούτε ευθύνεται για την τύχη του παιδιού. (Άρα ζήση και μη ζήσει) -
Βαφτίζω και μυρώνω άρα ζήσει, άρα δε ζήσει
(1957)Όταν έδειχτε κανείς παντελή αδιαφορία για τα αποτελέσματα των ενεργειών του -
Βαφτίζω και μυρώνω αρ αν ζήση κι αν δεν ζήση
(1912)Ερμηνεία: Δια τον φροντίζοντα μόνον δια το ατομικκόν του συμφέρον -
Βαφτίζω και μυρώνω θέλ' ζήση θέλ' περθάνη
(1903)Ερμηνεία: Η μεταφορά εκ των ημιθανών παιδιών λέγεται επί των τυπικώς εκτελούντων τι και αδιαφορούντων περί της εκβάσεις του -
Βαφτίζω και μυρώνω θέλει ζήση θέλ' μη ζήση
(1929)Όταν τις εκτελή μίαν εργασίαν κατά καθήκον μεν αλλά αδιαφόρως διότι η εκ του αποτελέσματος αυτής ωφέλεια είναι αμφίβολος -
Βαφτίζω και μυρώνω κι αν ζήσ' κι αν δεν ζήσ'
(1922)Επί των εκπληρούντων το εξ επαγγέλματος καθήκον άνευ ζήλου και διαφέροντος -
Βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζής και α δε ζής
(1938)Δηλαδή, όταν ένας τεχνίτης φκιάνει κάτι, χωρίς να προσέχη, και κατόπιν χαλάσει, επί υποπέση, ο τοίχος, που έφκιαξεν